el.wikipedia.org

Ευθύγραμμο τμήμα - Βικιπαίδεια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {AB}}} με φορέα την ευθεία {\displaystyle \varepsilon }.

Στην γεωμετρία, ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {AB}}} είναι το γεωμετρικό σχήμα που αποτελείται από όλα τα σημεία μεταξύ δύο σημείων {\displaystyle {\rm {A}}} και {\displaystyle {\rm {B}}} μίας ευθείας {\displaystyle \varepsilon }, καθώς και τα σημεία {\displaystyle {\rm {A}}} και {\displaystyle {\rm {B}}}.[1]:3-4

Η ευθεία {\displaystyle \varepsilon } καλείται φορέας του ευθύγραμμου τμήματος και τα σημεία {\displaystyle {\rm {A}}} και {\displaystyle {\rm {B}}} λέγονται άκρα του. Η ύπαρξη του ευθυγράμμου τμήματος μεταξύ οποιονδήποτε σημείων {\displaystyle {\rm {A}}} και {\displaystyle {\rm {B}}} προκύπτει από τα αξιώματα της γεωμετρίας.

Το μήκος ενός ευθυγράμμου σχήματος ορίζεται ως η απόσταση μεταξύ των δύο άκρων.

Το μέσο {\displaystyle {\rm {M}}} ενός ευθυγράμμου τμήματος {\displaystyle {\rm {AB}}}, ονομάζεται το σημείο του εκείνο που ισαπέχει από τα άκρα του, έτσι ώστε {\displaystyle {\rm {MA}}={\rm {MB}}}. Από τα αξιώματα προκύπτει ότι κάθε ευθύγραμμο τμήμα έχει ένα μόνο μέσο.

Δύο ευθύγραμμα τμήματα λέγονται διαδοχικά όταν έχουν ένα κοινό άκρο αλλά κανένα κοινό εσωτερικό σημείο.

Σύγκριση ευθυγράμμων τμημάτων

{\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {\Gamma \Delta }}}

{\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {\Gamma \Delta }}}

{\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}

Ας είναι {\displaystyle {\rm {AB}}} και {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}} ευθύγραμμα τμήματα με φορείς {\displaystyle \varepsilon } και {\displaystyle \delta } αντίστοιχα. Ταυτίζουμε τις {\displaystyle \varepsilon } και {\displaystyle \delta } έτσι ώστε το {\displaystyle {\rm {A}}} να συμπίπτει με το {\displaystyle {\rm {\Gamma }}}.

Στην ισότητα των ευθυγράμμων τμημάτων είναι σχέση ισοδυναμίας, δηλαδή ισχύουν οι εξής ιδιότητες:

Ανακλαστική, δηλαδή {\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {AB}}}
Συμμετρική, δηλαδή αν {\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {\Gamma \Delta }}} τότε ισχύει και {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}={\rm {AB}}}
Μεταβατική: αν {\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {\Gamma \Delta }}} και {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}={\rm {EZ}}} τότε ισχύει και {\displaystyle {\rm {AB}}={\rm {EZ}}}.

Επίσης η σχέση {\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}} ή {\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {\Gamma \Delta }}} λέγεται σχέση ανισότητας. Στη σχέση αυτή ισχύει η μεταβατική ιδιότητα, δηλαδή αν {\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}} και {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}>{\rm {EZ}}} τότε και {\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {EZ}}}.

Η σχέση ανισότητας είναι αντισυμμετρική (καθώς δεν μπορεί να ισχύει και {\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {\Gamma \Delta }}} αλλά και {\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}}) και μη-ανακλαστική (καθώς δεν ισχύει {\displaystyle {\rm {AB}}<{\rm {AB}}}) και επομένως είναι μία σχέση γνήσιας διάταξης.

Έστω {\displaystyle {\rm {AB}}}, {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}} ευθύγραμμα τμήματα. Σε ευθεία {\displaystyle \varepsilon } παίρνουμε τα διαδοχικά τμήματα {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}, {\displaystyle {\rm {\Lambda M}}} τέτοια ώστε {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}={\rm {AB}}} και {\displaystyle {\rm {\Lambda M}}={\rm {\Gamma \Delta }}}. Τότε άθροισμα των {\displaystyle {\rm {AB}}} και {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}} θα καλούμε το ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {KM}}} και θα γράφουμε {\displaystyle {\rm {KM}}={\rm {AB}}+{\rm {\Gamma \Delta }}}.

Το άθροισμα περισσοτέρων από δύο ευθυγράμμων τμημάτων, ορίζεται επαγωγικά μετά το άθροισμα των δύο πρώτων προστίθεται το τρίτο και συνεχίζεται η πρόσθεση όλων των τμημάτων. Στη πρόσθεση αυτή ισχύουν οι εξής ιδιότητες:

Η πρόσθεση ευθυγράμμων τμημάτων ως προς την σχέση της ανισότητας παρουσιάζει τις δύο ακόλουθες ιδιότητες:

Έστω {\displaystyle {\rm {AB}}>{\rm {\Gamma \Delta }}} ευθύγραμμα τμήματα. Σε ευθεία {\displaystyle \varepsilon } παίρνουμε τα {\displaystyle {\rm {K\Delta }}={\rm {AB}}} και {\displaystyle {\rm {KM}}={\rm {\Gamma \Delta }}} με το σημείο {\displaystyle {\rm {M}}} να κείται στο εσωτερικό του {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}. Τότε διαφορά του {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}} από το {\displaystyle {\rm {AB}}} θα λέμε το ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {M\Lambda }}} και θα γράφουμε {\displaystyle {\rm {M\Lambda }}={\rm {AB}}-{\rm {\Gamma \Delta }}}.

Γινόμενο ενός ευθυγράμμου τμήματος {\displaystyle {\rm {AB}}} επί ένα φυσικό αριθμό, έστω {\displaystyle 3}, λέγεται το ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {A\Gamma }}} που γίνεται από το {\displaystyle {\rm {AB}}} αν ληφθεί τρεις φορές. Δηλαδή {\displaystyle {\rm {A\Gamma }}=3{\rm {AB}}}

{\displaystyle \mathrm {K} \Lambda =\underbrace {\mathrm {A} \mathrm {B} +\cdots +\mathrm {A} \mathrm {B} } _{\nu }},
τότε λέμε ότι το {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}} είναι το {\displaystyle \nu }-πλάσιο γινόμενο του {\displaystyle {\rm {AB}}} και γράφουμε {\displaystyle \mathrm {K} \Lambda =\nu \cdot \mathrm {A} \mathrm {B} }, καθώς και ότι το {\displaystyle {\rm {AB}}} είναι το υπο-ν-πλάσιο γινόμενο του {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}, και γράφουμε {\displaystyle \mathrm {A} \mathrm {B} ={\tfrac {1}{\nu }}\mathrm {K} \Lambda }. Τέλος αν για μ φυσικό αριθμό είναι {\displaystyle \Gamma \Delta =\mu \cdot \mathrm {A} \mathrm {B} } τότε μπορούμε να γράψουμε {\displaystyle \Gamma \Delta ={\tfrac {\mu }{\nu }}\mathrm {K} \Lambda } και το τμήμα {\displaystyle {\rm {\Gamma \Delta }}} ονομάζεται γινόμενο του ρητού αριθμού {\displaystyle \mu /\nu } με το ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}.

Με τη μέτρηση ενός ευθύγραμμου τμήματος {\displaystyle {\rm {AB}}} εννοούμε τη σύγκρισή του με ένα άλλο αυθαίρετα μοναδιαίο ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}}. Αν ισχύει {\displaystyle {\rm {AB}}={\tfrac {\mu }{\nu }}{\rm {K\Lambda }}}, τότε λέμε ότι το μήκος του {\displaystyle {\rm {AB}}} ως προς το {\displaystyle {\rm {K\Lambda }}} είναι {\displaystyle \mu /\nu }, ή ότι η απόσταση του {\displaystyle {\rm {A}}} από το {\displaystyle {\rm {B}}} είναι {\displaystyle \mu /\nu }.

Το πηλίκο ενός ευθυγράμμου τμήματος {\displaystyle {\rm {AB}}} δια ενός φυσικού αριθμού, έστω 3, ονομάζεται το ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {A\Gamma }}} που είναι ίσο με το ένα από τα τρία ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται το {\displaystyle {\rm {AB}}}, όπου και θα ισχύει η σχέση {\displaystyle {\rm {A\Gamma }}={\rm {AB}}/3}.

Για ένα ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {AB}}} λέμε ότι το σημείο του {\displaystyle {\rm {M}}} διαιρεί εσωτερικά το τμήμα σε λόγο {\displaystyle {\tfrac {\mu }{\nu }}} αν[2]:162-163

{\displaystyle {\frac {\rm {AM}}{\rm {BM}}}={\frac {\mu }{\nu }}}.

Για ένα ευθύγραμμο τμήμα {\displaystyle {\rm {AB}}} λέμε ότι το σημείο {\displaystyle {\rm {N}}} που ανήκει στον φορέα του αλλά όχι στο τμήμα, διαιρεί εξωτερικά το τμήμα σε λόγο {\displaystyle {\tfrac {\mu }{\nu }}} αν

{\displaystyle {\frac {\rm {AN}}{\rm {BN}}}={\frac {\mu }{\nu }}}.

Για ένα δεδομένο τμήμα {\displaystyle {\rm {AB}}} και έναν δεδομένο λόγο {\displaystyle {\tfrac {\mu }{\nu }}}, τα σημεία {\displaystyle {\rm {M,N}}} είναι μοναδικά.[2]: 162-163 

Σε έναν πραγματικόμιγαδικό) διανυσματικό χώρο {\displaystyle V}, το (κλειστό) ευθύγραμμο τμήμα μεταξύ δύο σημείων {\displaystyle \mathbf {a} } και {\displaystyle \mathbf {b} } είναι το εξής σύνολο των σημείων

{\displaystyle \ell =\left\{\mathbf {a} +t\cdot \mathbf {b} :t\in [0,1]\right\}}.

Το ανοικτό ευθύγραμμο τμήμα, δεν περιέχει τα σημεία {\displaystyle \mathbf {a} } και {\displaystyle \mathbf {b} }, και ορίζεται ως

{\displaystyle \ell =\left\{\mathbf {a} +t\cdot \mathbf {b} :t\in (0,1)\right\}}.

Και στις δύο περιπτώσεις, το μήκος του ευθυγράμμου τμήματος ορίζεται ως η απόσταση μεταξύ των σημείων {\displaystyle \mathbf {a} } και {\displaystyle \mathbf {b} }, δηλαδή

{\displaystyle |\ell |=|\mathbf {a} -\mathbf {b} |={\sqrt {\sum _{i=1}^{n}(\mathbf {a} _{i}-\mathbf {b} _{i})^{2}}}},

όπου {\displaystyle n} είναι η διάσταση του διανυσματικού χώρου.

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Line segment στο Wikimedia Commons
  1. Πάμφιλος, Πάρις (2016). Γεωμετρικόν (PDF).
  2. 2,0 2,1 Ταβανλης, Χ. Επίπεδος Γεωμετρία. Αθήνα: Ι. Χιωτελη.