Ιουστίνος Α΄ - Βικιπαίδεια
- ️Thu Apr 21 2016
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φλάβιος Ιουστίνος | |
---|---|
Αύγουστος | |
![]() Αναπαράσταση με βάση νομίσματα της εποχής | |
Αυτοκράτορας των Ρωμαίων | |
Περίοδος | 9 Ιουλίου 518 - 1 Αυγούστου 527 |
Στέψη | 9 Ιουλίου 518 Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης [1] |
Προκάτοχος | Αναστάσιος Α΄ |
Διάδοχος | Ιουστινιανός |
Κόμης Εξκουβιτόρων | |
Γέννηση | Ταυρήσιο |
Θάνατος | 527 Κωνσταντινούπολη |
Σύζυγος | Ευφημία |
Οίκος | Δυναστεία του Ιουστινιανού |
Θρησκεία | Χριστιανισμός |
![]() | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Ο Φλάβιος Ιουστίνιος ή Ιουστίνος Α΄ (2 Φεβρουαρίου 450 - 1 Αυγούστου 527) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 518 έως το 527. Ανήλθε μέσα από τις τάξεις του στρατού και τελικά έγινε αυτοκράτορας, παρά το γεγονός ότι ήταν αναλφάβητος [2] και σχεδόν 70 ετών.
Ήταν ο ιδρυτής της Ιουστινιάνειας Δυναστείας, και αυτός που προετοίμασε τον ανιψιό του Ιουστινιανό για την τόσο σημαντική και ένδοξη βασιλεία του. Θεωρείται ότι ήταν συνετός βασιλιάς που ωφέλησε την Αυτοκρατορία.[3] Η σύζυγος του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α΄ ήταν η αυτοκράτειρα Ευφημία. Ο Ιουστίνος Α΄ διακρίθηκε για την βαθιά του πίστη στην Ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, αυτό είχεσαν αποτέλεσμα να λήξουν τα Ακακιανά σχίσματα που είχαν ξεσπάσει ανάμεσα στην Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Η βασιλεία του είχε βασικά θρησκευτικό προσανατολισμό, ο βασικος του στόχος ήταν η καταπολέμηση των Αιρέσεων. Στην εξωτερική του πολιτική χρησιμοποίησε επίσης την θρησκεία σαν όργανο διαπραγματεύσεων με τις γειτονικές χώρες, απέφευγε συστηματικά τους πολέμους.
Ο Ιουστίνος ήταν ένας ταπεινός χωρικός, πιθανότατα βοσκός, βρισκόταν στην περιοχή της Δαρδανίας που υπαγόταν στην Υπαρχία του Ιλλυρικού.[4] Γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στην Σερβική Νις και ήταν Θρακορωμαϊκής ή Ιλλυρορωμαϊκής καταγωγής.[5][6][7][8][9] Την Λατινική γλώσσα την μιλούσε άριστα, την Ελληνική γλώσσα μόνο τα απαραίτητα, τα περισσότερα μέλη της οικογένειας του είχαν Θρακικά ονόματα.[7][10] Η αδελφή του Βιγιλαντία παντρεύτηκε τον Σαββάτιο και έκανε δύο παιδιά: ο μελλοντικός κορυφαίος αυτοκράτορας Ιουστινιανός και η Βιγιλαντία. Η ανεψιά του Βιγιλαντία παντρεύτηκε με την σειρά της τον Δουλκίδιο και απέκτησε τρία παιδιά: ο μελλοντικός αυτοκράτορας Ιουστίνος Β΄, ο στρατηγός Μάρκελλος και η Πραιέκτα που παντρεύτηκε τον Συγκλητικό Αρεόβινδο.[11] Την εποχή που ήταν νέος εγκατέλειψε την Δαρδανία με όλη την συνοδεία του, δεν μπορούσε να ζήσει εκεί επειδή ήταν φτωχός και η γη πολύ άγονη.[12] Ο Ιουστίνος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη με μερικά κουρελιασμένα ρούχα και ένα σακί με ψωμί.[13] Την εποχή που έφτασε ήταν ακόμα αναλφάβητος, αναζήτησε εξουσία και εντάχθηκε στην ανακτορική φρουρά σωματοφυλάκων, τους Εξκουβίτορες. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχε σε εκστρατείες στην Ισαυρία και στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών, διακρίθηκε για την μεγάλη του γενναιότητα. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α΄ ο Δίκορος τον διόρισε κόμη των Εξκουβιτόρων, κορυφαίο αξίωμα στην ανακτορική αυλή. Την ίδια εποχή σύμφωνα με τον Προκόπιο παντρεύτηκε την Λουπικίνα, δεν καταγράφονται παιδιά από τον γάμο τους. Η παλλακίδα Λουπικίνα ήταν βάρβαρη και δούλη, με την άνοδο του συζύγου της στον θρόνο άλλαξε το όνομα της σε Ευφημία.[14]
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/2/20/Solidus_of_Justin_I_%28obverse%29.jpg/250px-Solidus_of_Justin_I_%28obverse%29.jpg)
Ο υπέργηρος αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Δίκορος πέθανε τα μεσάνυχτα (8 Ιουλίου 518), ο Σιλεντάριος τον ανακτόρων προσκάλεσε τον Ιουστίνο και τον Κέλερ στο νεκροκρέβατο του. Ο Κέλερ ήταν Μάγιστρος και διοικητής των ανακτορικών Συνταγμάτων στις Παλατινές Σχολές, αποτελούσαν μια δύναμη επίδειξης του αυτοκρατορικού στρατού στην παρέλαση. Το πρωί της επόμενης μέρας η είδηση ανακοινώθηκε σε ολόκληρη την Κωνσταντινούπολη. Οι ανώτεροι πολιτικοί και θρησκευτικοί αξιωματούχοι όπως επίσης και ο πρόσφατα εκλεγμένος Πατριάρχης Ιωάννης Β΄ Καππαδόκης έφτασαν στο Μέγα Παλάτιον για να εκλέξουν τον νέο αυτοκράτορα. Ο λαός συγκεντρώθηκε ταυτόχρονα στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και περίμενε με αγωνία να ακούσει το όνομα του νέου αυτοκράτορα.[15] Ο γηραιός Αναστάσιος δεν είχε δικά του παιδιά αλλά υπήρχαν πολύ υποψήφιοι διεκδικητές τόσο στην ίδια την οικογένεια του όσο και στην αριστοκρατία.[15][16] Ο αδελφός του Παύλος είχε διατελέσει Ρωμαίος Ύπατος (496).[17] Ο Ιωάννης Μαλάλας έγραψε ότι ο Πραιπόσιτος ιερού κοιτώνος Αμάντιος ήθελε να ανεβάσει στον θρόνο τον Δομέστικο Θεόκριτο διοικητή μιας επίλεκτης μονάδας της ανακτορικής φρουράς.[18] Ο Θεόκριτος και ο Αμάντιος πίστευαν ότι θα πετύχει το σχέδιο τους αφού είχαν την στήριξη του μεγαλύτερου τμήματος του στρατού. Ο Αμάντιος μάλιστα προσπάθησε να εξαγοράσει όπως ακούγεται και τον ίδιο τον Ιουστίνο με στόχο να παραιτηθεί από την υποψηφιότητα του. Ο Ιουστίνος ωστόσο που είχε μικρότερη σε αριθμό υποστήριξη αλλά πιο αποτελεσματική χρησιμοποίησε τα χρήματα για να εξαγοράσει την δική του υποψηφιότητα, εξελέγη νέος αυτοκράτορας στον Ιππόδρομο.[15] Ορισμένες μάλιστα πηγές αναφέρουν ότι η επιλογή του είχε γίνει με βάση διάφορες προλήψεις του γηραιού Αναστάσιου. Η γυναίκα του πήρε για λόγους αξιοπρέπειας το νέο της όνομα στην μνήμη της Αγίας Ευφημίας, μιας χριστιανής μάρτυρος που είχε θανατωθεί στους διωγμούς του Διοκλητιανού.[14] Η Αγία Ευφημία ήταν τοπική Αγία στην Χαλκηδόνα και η Σύνοδος της Χαλκηδόνας (451) έγινε σε μια εκκλησία αφιερωμένη στο όνομα της.[19] Η επιλογή του ονόματος αυτού δείχνει ότι το νέο βασιλικό ζεύγος ήταν φανατικοί χριστιανοί Χαλκηδόνιοι, σε αντίθεση με τους Μονοφυσίτες προκατόχους του.[14]
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/a/a9/37-manasses-chronicle.jpg/300px-37-manasses-chronicle.jpg)
Με την άνοδο του στον θρόνο ο Ιουστίνος Α΄ εδραίωσε την θέση του εκτελώντας μια σειρά από αντιπάλους του Αντιχαλκηδόνιους οπαδούς του προκατόχου του Αναστασίου. Ο Αμάντιος και ο Θεόκριτος εκτελέστηκαν εννιά μέρες μετά την εκλογή του.[15] Οι υπόλοιποι που υπηρέτησαν τον Αναστάσιο τον Δίκορο ανάμεσα στους οποίος βρισκόταν και ο Πραιτωριανός Έπαρχος Μαρίνος εξέπεσαν από τα αξιώματα τους.[20] Ο Ιουστίνος Α΄ εκτός από αναλφάβητος στρατιώτης ήταν άπειρος σε θέματα κρατικής διοίκησης, για αυτό προσέλαβε μια μεγάλη σειρά από κρατικούς συμβούλους.[20][21][22] Ο επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος, ο μετέπειτα αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Μέγας, άλλος ένας ήταν ο Κυαίστωρ του ιερού παλατίου Πρόκλος.[23][24] Παρά το ότι ήταν αμόρφωτος, ήταν άξιος και ικανός στρατιωτικός. Φαίνεται πώς ήταν επίσης αρκετά πονηρός και ευέλικτος στην πολιτική, και σίγουρα φιλόδοξος, όπως απέδειξε από τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα της ανάληψης της εξουσίας. Επί των ημερών του συντάχτηκαν νόμοι που περιόριζαν την επιρροή της παλαιάς τάξης των Βυζαντινών ευγενών. Μαζί του είχε πάντα τον ανιψιό του Ιουστινιανό, ο οποίος αποτελούσε το βασικό του σύμβουλο. Υπό τις οδηγίες του ανιψιού του, επούλωσε το σχίσμα μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, που είχε προκύψει με το αμοιβαίο ανάθεμα επί Αναστασίου.
![](https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/3/31/Justin_I_%26_Justinian_I_sb118.jpg/300px-Justin_I_%26_Justinian_I_sb118.jpg)
Ο Θεοδώριχος ο Μέγας είχε αναγορευτεί βασιλεύς των Οστρογότθων της Ιταλίας με την σύμφωνη γνώμη του αυτοκράτορα Αναστάσιου του Δίκορου, το καθεστώς αυτό διατήρησε την Ιταλία μέρος της αυτοκρατορίας χωρίς την Γοτθική απειλή. Η συμφωνία βοήθησε και τον ίδιο τον Θεοδώριχο αφού οι Οστρογότθοι αποτελούσαν μόνο μια αριστοκρατική μειονότητα στην Ιταλία και η λαική πλειοψηφία συμφιλιώθηκε μαζί του. Τα αισθήματα του Ιταλικού λαού απέναντι στην Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ανάμεικτα αφού ο αυτοκράτορας Αναστάσιος ο Δίκορος ήταν μονοφυσίτης και οι ίδιοι ήταν Χαλκηδόνιοι. Οι Οστρογότθοι με την σειρά τους ήταν Αρειανοί οπότε μπορούσαν να κατηγορηθούν και οι ίδιοι ως Αιρετικοί όπως και οι Μονοφυσίτες. Η κατάσταση έγινε περισσότερο ασταθής με την άνοδο στον θρόνο του νέου Χαλκηδόνιου αυτοκράτορα που συμφιλιώθηκε με τον πάπα. Οι σχέσεις ήταν φιλικές αρχικά αφού ο γαμπρός του Θεοδώριχου Ευθάριχος διορίστηκε πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη και επιβεβαιώθηκε ως διάδοχος του πεθερού του (519). Ο Ευθάριχος πέθανε και η πολιτική του Ιουστίνου Α΄ υπό την επίδραση του ανεψιού του Ιουστινιανού έγινε πιο αντι-Αρειανική. Ο Θεοδώριχος ο Μέγας πέθανε (526) και άφησε διάδοχο του στον θρόνο τον Αθαλάριχο, γιο του Ευθάριχου.[15][25] Τα γειτονικά κράτη με προτροπή του συγκυβερνήτη ανεψιού του Ιουστινιανού ανέλαβαν περισσότερες εξουσίες τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ιουστίνου Α΄. Ο Ελεσβαάς Α΄ που κυβερνούσε το Βασίλειο του Αξούμ είχε επεκτείνει την αυτοκρατορία του σε σημαντικό βαθμό με προτροπή του ίδιου του Ιουστινιανού. Ο Ιωάννης Μαλάλας έγραψε ότι Βυζαντινοί έμποροι λήστεψαν και δολοφονήθηκαν από τον ίδιο τον Εβραίο βασιλιά που κυβερνούσε τους Χιμιαρίτες. Ο Ελεσβαάς Α΄ του Αξούμ αντέδρασε με την φράση "σκότωσες τους εμπόρους των χριστιανών Ρωμαίων, αυτό είναι απώλεια τόσο για εμένα τον ίδιο όσο και για το βασίλειο μου". Μετά την εισβολή του Ελεσβαά Α΄ στους Χιμιαρίτες ο Ιουστίνος Α΄ αναγνώρισε ότι η Υεμένη μετά τους Σασσανίδες έγινε ένα σύγχρονο χριστιανικό κράτος.[26] Στα σύνορα ανάμεσα στην Βυζαντινή αυτοκρατορία και τους Σασσανίδες αναδείχτηκαν μια σειρά από κράτη τα οποία θα αποτελούσαν σταθερές περιοχές διαμάχες ανάμεσα στις δυο μεγάλες δυνάμεις.
Το Γεωργιανό πριγκιπάτο της Ιβηρίας βρισκόταν στα όρια επίδρασης της δυναστείας των Σασσανιδών αλλά ήταν χριστιανικό, οι Ίβηρες επίσκοποι απεστάλησαν στα όρια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας για να βαπτιστούν χριστιανοί. Ο Βαχτάνγκ Α΄ της Ιβηρίας προκλήθηκε σε πόλεμο σαν "φανατικός χριστιανός" με τους Σασσανίδες αφού οι θρησκευτικές του πολιτικές ήταν συνδεδεμένες με τους "στρατιωτικούς του στόχους".[26] Μετά από έναν πόλεμο που κράτησε πολλά χρόνια η Ιβηρία ηττήθηκε και υποτάχθηκε στους Σασσανίδες (522).[26] H Λαζική ήταν άλλο ένα κράτος στα σύνορα της αυτοκρατορίας, αν και χριστιανικό βρισκόταν υπό την επίδραση των Σασσανιδών αλλά ο βασιλιάς της Τζάθιος ήθελε να τους αποδυναμώσει. Την διετία 521-522 έκανε ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη με στόχο να παραλάβει τα διακριτικά και τα βασιλικά άμφια δηλώνοντας την υποταγή του. Μετά την βάπτιση του παντρεύτηκε μια Βυζαντινή αρχόντισσα την Βαλεριάνα, ο Ιουστίνος Α΄ κατοχύρωσε το βασίλειο του και επέστρεψε στην Λαζική. Οι Σασσανίδες λίγο μετά τον θάνατο του Ιουστίνου Α΄ προσπάθησαν να ανακαταλάβουν με βίαιο τρόπο το βασίλειο αλλά ξυλοκοπήθηκαν από τους οπαδούς του διαδόχου του Ιουστινιανού.[27][28] Ο Σάχης των Σασσανιδών Καβάδης Α΄ της Περσίας πλησίασε τον Ιουστίνο, του ζήτησε να υιοθετήσει τον μικρότερο γιο του Χοσρόη και να του εξασφαλίσει την διαδοχή απέναντι στους μεγαλύτερους αδελφούς του που δεν επιθυμούσε. Ο Ιουστίνος Α΄ το δέχτηκε θετικά αλλά επειδή ήταν και ο ίδιος άτεκνος υποπτεύτηκε ότι είχε στόχο να του σφετεριστεί τον θρόνο, τον υιοθέτησε σύμφωνα με τα βαρβαρικά έθιμα. Οι Πέρσες ένοιωσαν προσβολή και διέκοψαν όλες τις διαπραγματεύσεις.[29] Οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν κατόπιν στην Περσική Αρμενία με προτροπή του Ιουστινιανού που αποκτούσε όλο και περισσότερο τον έλεγχο από τον ηλικιωμένο θείο του. Οι ανερχόμενοι στρατηγοί Σίττας και Βελισάριος ηγήθηκαν στις επιδρομές αυτές, δεν κατάφεραν τίποτα σημαντικό πέρα από το να κάνουν γνωστές τις προθέσεις τους.[15]
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ιουστίνου Α΄ παρατηρήθηκαν αυξημένες εντάσεις στα σύνορα της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα τους Οστρογότθους και τους Σασσανίδες. Η Αντιόχεια ισοπεδώθηκε από σεισμό που προκάλεσε τον θάνατο σε 250.000 θύματα (526), ο Ιουστίνος Α΄ έστειλε πολλά χρήματα για να ανακουφίσει την πόλη και να οικοδομηθεί ξανά. Τα περισσότερα από τα κτίρια που οικοδομήθηκαν ωστόσο καταστράφηκαν ξανά από νέο μεγάλο σεισμό τον Νοέμβριο του 528.[30][31][32] Οι διανοητικές του ικανότητες σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο ήταν μειωμένες σημαντικά τα τελευταία χρόνια λόγω γήρατος, σε βαθμό που προκάλεσε γέλιο στο περιβάλλον του και κατηγορήθηκε σημαντικά επειδή καθυστέρησε στην λήψη αποφάσεων.[33] Ο ανεψιός του Ιουστινιανός ανέλαβε σταδιακά από το 521 όλα τα ανώτατα αξιώματα όπως του διοικητή της ανακτορικής φρουράς και του πατρικίου. Ο Ιουστίνος Α΄ θέσπισε νόμο (525) σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν σε Συγκλητικό να παντρευτεί γυναίκα κατώτερης τάξης, ανάμεσα τους και οι θεατρίνες που η διαβίωση τους εκείνη την εποχή ήταν σκανδαλώδης. Ο νόμος αυτός άνοιξε τον δρόμο στον ανεψιό του Ιουστινιανό να παντρευτεί την Θεοδώρα την οποία γνώρισε σαν μίμο σε θεατρική παράσταση. Η υγεία του κλονίστηκε πολύ περισσότερο (1 Αυγούστου 527), ακολούθησε ο θάνατος του λίγους μήνες αργότερα (1 Αυγούστου 527), τον διαδέχθηκε ο Ιουστινιανός.[34]
- ↑ http://www.roman-emperors.org/euphem.htm#N_3_
- ↑ John Chapman, Studies on the Early Papacy, σελ. 210, Kennikat Press (1928), ISBN 0-8046-1139-4
- ↑ https://chilonas.com/2021/04/16/ιουστίνος-α-450-527ο-επιτήδειος-αυτοκρά/
- ↑ Binns 1996
- ↑ Cameron 2000, σ. 63
- ↑ Browning 2003, σ. 23
- ↑ 7,0 7,1 Russu 1976, σ. 73
- ↑ Procopius 1927, σ. 73
- ↑ Croke 2001, σ. 75
- ↑ Evans 1996, σ. 96
- ↑ Martindale, Jones & Morris 1980, σσ. 645–49, 1165
- ↑ Procopius, Secret History, Chapter 6, trans. Kaldellis, σσ. 28-30
- ↑ Chapman 1971, σ. 210
- ↑ 14,0 14,1 14,2 https://web.archive.org/web/20180821031654/http://www.roman-emperors.org/euphem.htm#N_1_
- ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 https://web.archive.org/web/20080515232101/http://www.roman-emperors.org/justin.htm
- ↑ Bowersock & Grabar 1999, σσ. 300–301
- ↑ Croke 2001, σ. 89
- ↑ https://people.well.com/user/aquarius/guilland-eunuques.htm
- ↑ https://www.oca.org/saints/lives/2025/07/11/102002-greatmartyr-euphemia-the-all-praised
- ↑ 20,0 20,1 John Lydus, De Magistratibus, 51
- ↑ Procopius, Historia Arcana, 6.11-12
- ↑ John Malalas, Chronicle, 17.1
- ↑ Mitchell 2007, σσ. 124–125
- ↑ Procopius, Historia Arcana, 6.13
- ↑ Vasiliev 1950, σσ. 321–28
- ↑ 26,0 26,1 26,2 Haas, Christopher (Spring 2008). "Mountain Constantines: The Christianization of Aksum and Iberi" (PDF). Project Muse. σσ. 121–122
- ↑ Martindale, Jones & Morris 1980, σ. 1207
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σσ. 79–80
- ↑ Greatrex & Lieu 2002, σσ. 181–182
- ↑ Meier, M. (2007). "Natural Disasters in the Chronographia of John Malalas : Reflections on their Function --An Initial Sketch". The Medieval History Journal. 10 (1–2): 237–266
- ↑ Martindale, Jones & Morris 1980, σ. 395
- ↑ https://www.earth-prints.org/server/api/core/bitstreams/3fff4914-a300-4d98-b08d-8233437b071c/content
- ↑ Haury J, Wirth G. Procopii Caesariensis opera omnia. Lipsiae et Berolini: Teubner, 1962
- ↑ John Malalas, Book 17–18; Chronicon Paschale 527; Theophanes the Confessor AM 6019
- Binns, John (1996). Ascetics and Ambassadors of Christ: The Monasteries of Palestine, 314–631. Oxford: Clarendon Press.
- Bowersock, G. W.; Grabar, Oleg (1999). Late Antiquity: A Guide to the Postclassical World. Cambridge, Mass. ; London: Belknap Press of Harvard University Press.
- Browning, Robert (2003). Justinian and Theodora. Piscataway, NJ: Gorgias Press LLC.
- Cameron, Averil (2000). "Chapter III: Justin I and Justinian". The Cambridge Ancient History. Vol. XIV: Late Antiquity: Empire and Successors. Cambridge University Press.
- Chapman, H. John (1971). Studies on the Early Papacy. Ann Arbor: Kennikat Press, University of Michigan.
- Cooley, Alison E. (2012). The Cambridge Manual of Latin Epigraphy. Cambridge University Press.
- Croke, Brian (2001). Count Marcellinus and his chronicle. Oxford: Oxford University Press.
- Evans, James Allan Stewart (1996). The Age of Justinian: The Circumstances of Imperial Power. London; New York: Routledge.
- Greatrex, Geoffrey; Lieu, Samuel N. C. (2002). The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars (Part II, 363–630 AD). London, United Kingdom: Routledge.
- Hogarth, David George (1911). "Anazarbus" . In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 1 (11th ed.). Cambridge University Press. σ. 944.
- Jones, A.H.M. (1986). The Later Roman Empire, 284–602: A Social, Economic, and Administrative Survey. Baltimore: JHU Press.
- Martindale, John Robert; Jones, Arnold Hugh Martin; Morris, J., eds. (1980). "Iustinus 4". Prosopography of the Later Roman Empire. Vol. III. Cambridge University Press. σσ. 648–651 *Meyendorff, John (1989). Imperial unity and Christian divisions: The Church 450–680 A.D. The Church in history. Vol. 2. Crestwood, NY: St. Vladimir's Seminary Press.
- Mitchell, Stephen (2007). A History of the Later Roman Empire. Oxford; Malden MA.: Blackwell.
- Mócsy, András (2014). Pannonia and Upper Moesia: A History of the Middle Danube Provinces of the Roman Empire. Abingdon, Oxon; New York: Routledge.
- Ostrogorsky, George (1957). History of the Byzantine State. Translated by Hussey, Joan. New Brunswick: Rutgers University Press.
- Procopius (1927). The Secret History of Procopius. Translated by Atwater, Richard. Chicago: P. Covici.
- Russu, Ion I. (1976). Elementele traco-getice în Imperiul Roman și în Byzantium (in Romanian). Vol. veacurile III-VII. Bucharest: Editura Academiei R. S. România.
- Smith, William; Anthon, Charles (1895). Dictionary of Greek and Roman biography and mythology. New York: Harper.
- Vasiliev, A. A. (1950). Justin the First. Cambridge, Mass.: Harvard Univ. Press.