el.wiktionary.org

γεια - Βικιλεξικό

γεια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γειά, γειά σου < ελληνιστική κοινή ὑγεία με συνίζηση < αρχαία ελληνική ὑγιεία [1] < ὑγιής
ΔΦΑ : /ˈʝa/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεια
ομόηχο: για

γεια

  1. οικείος χαιρετισμός όταν κάποιος έρχεται ή φεύγει
    πέρασε πια η ώρα· γεια σας!
  2. ως πρόποση
      άντε γεια μας
  3. ως επιδοκιμασία, μπράβο, συγχαρητήρια
      γεια στα χέρια σου!

    με γεια (λαϊκή ευχετική φράση)