εποπτεία - Βικιλεξικό
Δείτε επίσης : ἐποπτεία, επόπτευση
Πίνακας περιεχομένων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εποπτεία < αρχαία ελληνική ἐποπτεία < ἐποπτεύω (1.(σημασιολογικό δάνειο) γαλλική inspection. 2.(σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Übersicht)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.poˈpti.a/
Ουσιαστικό
εποπτεία θηλυκό
- η παρακολούθηση και έλεγχος ενός χώρου, μιας κατάστασης, μιας λειτουργίας κ.λπ.
- η γνώση ενός αντικειμένου και παρακολούθηση όλων των παραμέτρων που το αφορούν
Συγγενικά
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
εποπτεία
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εποπτεία&oldid=5473568"