μπανάνα - Βικιλεξικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπανάνα | οι | μπανάνες |
γενική | της | μπανάνας | των | μπανανών |
αιτιατική | την | μπανάνα | τις | μπανάνες |
κλητική | μπανάνα | μπανάνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



- μπανάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banana < ίσως από πορτογαλική γλώσσα της Γουϊνέας στη Δυτική Αφρική[1]
- ΔΦΑ : /baˈna.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐νά‐να
μπανάνα θηλυκό
- (φρούτο) o καρπός της μπανανιάς. Φρούτο στενόμακρο, σε σχήμα μισοφέγγαρου, είναι πράσινη όταν είναι άγουρη και κίτρινη όταν ωριμάσει, έχει παχιά φλούδα που ανοίγει σε 4-5 κομμάτια, λευκή τρυφερή και γλυκιά "σάρκα".
- (τεχνολογία) είδος βύσματος
- (ενδυμασία) τσαντάκι που φοριέται στη μέση (συνήθως με σχήμα μπανάνας)
- (ναυτικός όρος) φουσκωτή βάρκα με σχήμα μπανάνας
- βανάνα (παρωχημένη)
-
μπανάνα στη Βικιπαίδεια
φρούτο
- αγγλικά : banana (en)
- αλβανικά : banane (sq)
- αμχαρικά : ሙዝ (am) (mūz)
- αραβικά : موزة (ar) (mōza)
- αφρικάανς : piesang (af), banana (af)
- βιετναμικά : chuối (vi)
- βοσνιακά : banana (bs)
- βουλγαρικά : банан (bg) (banan)
- γαλλικά : banane (fr)
- γερμανικά : Banane (de)
- δανικά : banan (da)
- εβραϊκά : בַּנָנָה (he) (bananah)
- εσθονικά : banaan (et)
- εσπεράντο : banano (eo)
- ζουλού : ubhanana (zu)
- ιαπωνικά : バナナ (ja) (banana)
- ινδονησιακά : pisang (id)
- ίντο : banano (io)
- ισλανδικά : banani (is), bjúgaldin (is)
- ισπανικά : plátano (es) (Ισπανία), banana (es) (Λατινική Αμερική), plátano guineo (es)
- ιταλικά : banana (it)
- καταλανικά : banana (ca), plàtan (ca)
- κινεζικά : 香蕉 (zh)
- κινιαρουάντα : neke (rw) (umuneke)
- λιθουανικά : bananas (lt)
- μάγια του Γιουκατάν : ha’as
- μαλαϊκά : pisang (ms)
- μαλτέζικα : banana (mt)
- μπαμπάρα : namasa
- νορβηγικά : banan (no)
- ολλανδικά : banaan (nl), pisang (nl)
- ουγγρικά : banán (hu)
- ουκρανικά : банан (uk)
- παπιαμέντο : bacoba
- πολωνικά : banan (pl)
- πορτογαλικά : banana (pt)
- ρουμανικά : banană (ro)
- ρωσικά : банан (ru) (banan)
- σομαλικά : moos (so), muus (so)
- σουαχίλι : ndizi (sw)
- σουηδικά : banan (sv)
- σράναν : bakba
- τουρκικά : muz (tr)
- φεροϊκά : banan (fo)
- φιλιππινέζικα : ságing (tl)
- χάουσα : àyàbà (ha)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.