el.wiktionary.org

μπανανόψωμο - Βικιλεξικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπανανόψωμο τα μπανανόψωμα
      γενική του μπανανόψωμου των μπανανόψωμων
    αιτιατική το μπανανόψωμο τα μπανανόψωμα
     κλητική μπανανόψωμο μπανανόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Φέτες μπανανόψωμου
μπανανόψωμο (νεολογισμός) < μπανάν(α) + -ό- + -ψωμο  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

μπανανόψωμο ουδέτερο