μπουκάλι - Βικιλεξικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπουκάλι | τα | μπουκάλια |
γενική | του | μπουκαλιού | των | μπουκαλιών |
αιτιατική | το | μπουκάλι | τα | μπουκάλια |
κλητική | μπουκάλι | μπουκάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


- μπουκάλι < βενετική bocal < υστερολατινική baucalis < ελληνιστική κοινή βαύκαλις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή [1]
- ΔΦΑ : /buˈka.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐κά‐λι
μπουκάλι ουδέτερο
- δοχείο από γυαλί ή πλαστικό που έχει στενό λαιμό και που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη, μεταφορά ή το σερβίρισμα κάποιου υγρού (νερό, λάδι, κρασί κ.λπ.)
- αγόρασα κι ένα μπουκάλι κρασί χθες
- (συνεκδοχικά) το περιεχόμενο του παραπάνω δοχείου
- πόσα μπουκάλια μπίρα ήπιατε χθες;
- μπουκάλα
- μπουκαλάκι
- → δείτε τη λέξη βαυκαλίζω
δοχείο
- αγγλικά : bottle (en)
- αγγλοσαξονικά : flasce (ang), flaxe (ang)
- αφρικάανς : bottel (af)
- βασκικά : botila (eu)
- βιετναμικά : chai (vi)
- βουλγαρικά : бутилка (bg)
- βρετονικά : boutailhoù (br)
- γαλλικά : bouteille (fr)
- γερμανικά : Flasche (de), Pulle (de)
- δανικά : flaske (da)
- εβραϊκά : בקבוק (he)
- εσθονικά : pudel (et)
- εσπεράντο : botelo (eo)
- ινδονησιακά : botol (id)
- ισπανικά : botella (es)
- ιταλικά : bottiglia (it)
- καντόν : 樽 (zh-yue)
- καταλανικά : botella (ca)
- κάτω σαξονικά : Buddel (nds)
- κινεζικά : 瓶子 (zh)
- κροατικά : boca (hr)
- λετονικά : pudele (lv)
- λιθουανικά : butelis (lt)
- λιμβουργιανά : flesj (li)
- μαλαϊκά : botol (ms)
- μπαμπάρα : buteli
- νορβηγικά : flaske (no)
- ολλανδικά : fles (nl)
- ουγγρικά : flaska (hu), üveg (hu)
- παπιαμέντο : bòter, bòtro
- περσικά : بطری (fa)
- πολωνικά : butelka (pl)
- πορτογαλικά : botelha (pt)
- ρουμανικά : sticlă (ro)
- ρωσικά : бутылка (ru)
- σκωτικά γαελικά : botul (gd)
- σουαχίλι : chupa (sw)
- σράναν : batra
- σουηδικά : butelj (sv), flaska (sv)
- ταϊλανδικά : ขวด (th)
- τουρκικά : şişe (tr)
- τσεχικά : láhev (cs)
- φεροϊκά : fløska (fo)
- φιλιππινέζικα : bóte (tl)
- φινλανδικά : pullo (fi)
- δυτικά φριζικά : flesse (fy)
- χίντι : शीशी (hi) (shiishii)
- ↑ μπουκάλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας