el.wiktionary.org

νομίζω - Βικιλεξικό

νομίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νομίζω
ΔΦΑ : /noˈmi.zo/

νομίζω, αόρ.: νόμισα, παθ.φωνή: νομίζομαι, π.αόρ.: νομίστηκα

  1. (με ειδική πρόταση ή την αντωνυμία το) έχω τη γνώμη, πιστεύω, χωρίς όμως να δηλώνω απόλυτη βεβαιότητα
    νομίζω ότι πρέπει να παραιτηθεί
  2. (+ αιτιατική προσώπου) θεωρώ
    δεν τον νομίζω για καλό άνθρωπο· μοιάζει πονηρός
  3. υποθέτω

    Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νομίζω νόμιζα θα νομίζω να νομίζω νομίζοντας
β' ενικ. νομίζεις νόμιζες θα νομίζεις να νομίζεις νόμιζε
γ' ενικ. νομίζει νόμιζε θα νομίζει να νομίζει
α' πληθ. νομίζουμε νομίζαμε θα νομίζουμε να νομίζουμε
β' πληθ. νομίζετε νομίζατε θα νομίζετε να νομίζετε νομίζετε
γ' πληθ. νομίζουν(ε) νόμιζαν
νομίζαν(ε)
θα νομίζουν(ε) να νομίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. νόμισα θα νομίσω να νομίσω νομίσει
β' ενικ. νόμισες θα νομίσεις να νομίσεις νόμισε
γ' ενικ. νόμισε θα νομίσει να νομίσει
α' πληθ. νομίσαμε θα νομίσουμε να νομίσουμε
β' πληθ. νομίσατε θα νομίσετε να νομίσετε νομίστε
γ' πληθ. νόμισαν
νομίσαν(ε)
θα νομίσουν(ε) να νομίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω νομίσει είχα νομίσει θα έχω νομίσει να έχω νομίσει
β' ενικ. έχεις νομίσει είχες νομίσει θα έχεις νομίσει να έχεις νομίσει
γ' ενικ. έχει νομίσει είχε νομίσει θα έχει νομίσει να έχει νομίσει
α' πληθ. έχουμε νομίσει είχαμε νομίσει θα έχουμε νομίσει να έχουμε νομίσει
β' πληθ. έχετε νομίσει είχατε νομίσει θα έχετε νομίσει να έχετε νομίσει
γ' πληθ. έχουν νομίσει είχαν νομίσει θα έχουν νομίσει να έχουν νομίσει

    Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. νομίζομαι νομιζόμουν(α) θα νομίζομαι να νομίζομαι
β' ενικ. νομίζεσαι νομιζόσουν(α) θα νομίζεσαι να νομίζεσαι
γ' ενικ. νομίζεται νομιζόταν(ε) θα νομίζεται να νομίζεται
α' πληθ. νομιζόμαστε νομιζόμαστε
νομιζόμασταν
θα νομιζόμαστε να νομιζόμαστε
β' πληθ. νομίζεστε νομιζόσαστε
νομιζόσασταν
θα νομίζεστε να νομίζεστε (νομίζεστε)
γ' πληθ. νομίζονται νομίζονταν
νομιζόντουσαν
θα νομίζονται να νομίζονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. νομίστηκα θα νομιστώ να νομιστώ νομιστεί
β' ενικ. νομίστηκες θα νομιστείς να νομιστείς νομίσου
γ' ενικ. νομίστηκε θα νομιστεί να νομιστεί
α' πληθ. νομιστήκαμε θα νομιστούμε να νομιστούμε
β' πληθ. νομιστήκατε θα νομιστείτε να νομιστείτε νομιστείτε
γ' πληθ. νομίστηκαν
νομιστήκαν(ε)
θα νομιστούν(ε) να νομιστούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω νομιστεί είχα νομιστεί θα έχω νομιστεί να έχω νομιστεί
β' ενικ. έχεις νομιστεί είχες νομιστεί θα έχεις νομιστεί να έχεις νομιστεί
γ' ενικ. έχει νομιστεί είχε νομιστεί θα έχει νομιστεί να έχει νομιστεί
α' πληθ. έχουμε νομιστεί είχαμε νομιστεί θα έχουμε νομιστεί να έχουμε νομιστεί
β' πληθ. έχετε νομιστεί είχατε νομιστεί θα έχετε νομιστεί να έχετε νομιστεί
γ' πληθ. έχουν νομιστεί είχαν νομιστεί θα έχουν νομιστεί να έχουν νομιστεί

νομίζω < νόμ(ος) + -ίζω

νομίζω

  1. θεωρώ, παραδέχομαι ή αποδέχομαι αυτό που είναι καθιερωμένο από το νόμο ή τα έθιμα
    νομίζεται: συνηθίζεται
  2. χρησιμοποιώ
    1. νομίζω γλῶσσαν: χρησιμοποιώ την κοινή γλώσσα
    2. (για νομίσματα) χρησιμοποιώ σαν κύριο νόμισμα για τις συναλλαγές
      (κατ’ επέκταση) κατέχω (νόμιμα)
  3. υιοθετώ έθιμο
  4. αναγνωρίζω ως, θεωρώ
  5. φρονώ, κρίνω ότι
Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ νομίζω νομίζω νομίζοιμι -
σύ νομίζεις νομίζῃς νομίζοις νόμιζε
οὖτος νομίζει νομίζ νομίζοι νομιζέτω
ἡμεῖς νομίζομεν νομίζωμεν νομίζοιμεν -
ὑμεῖς νομίζετε νομίζητε νομίζοιτε νομίζετε
οὗτοι νομίζουσι(ν) νομίζωσι(ν) νομίζοιεν νομιζόντων / νομιζέτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
νομίζειν νομίζων νομίζουσα νομίζον
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ νομι - νομιοῖμι / νομιοίην -
σύ νομιεῖς - νομιοῖς / νομιοίης -
οὖτος νομιεῖ - νομιοῖ / νομιοίη -
ἡμεῖς νομιοῦμεν - νομιοῖμεν -
ὑμεῖς νομιεῖτε - νομιοῖτε -
οὗτοι νομιοῦσι(ν) - νομιοῖεν -
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
νομιεῖν νομιῶν νομιοῦσα νομιοῦν