el.wiktionary.org

ντροπή - Βικιλεξικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντροπή οι ντροπές
      γενική της ντροπής των ντροπών
    αιτιατική την ντροπή τις ντροπές
     κλητική ντροπή ντροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ντροπή < ντρέπομαι < (ελληνιστική κοινή) ἐντρέπομαι < ἐν + τρέπω
ΔΦΑ : /dɾoˈpi/

ντροπή θηλυκό

  1. το αρνητικό συναίσθημα ενοχής που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί ότι έφταιξε σε κάτι
  2. η πράξη ή το πρόσωπο που επισύρει αυτό το αρνητικό συναίσθημα, το όνειδος
  3. ο εξευτελισμός μετά από κάποια ήττα/αποτυχία, το όνειδος
  4. η συστολή που νιώθουν κάποιοι λόγω χαρακτήρα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις
  • ντροπή σου!: θα έπρεπε να ντρέπεσαι γι' αυτό που έκανες ή είπες