el.wiktionary.org

στου - Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

στου < σε του

Κλιτικός τύπος άρθρου

[επεξεργασία]

στου

  • γενική ενικού, αρσενικού και ουδετέρου γένους του 'στο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

κλίσεις των άρθρων

[επεξεργασία]

αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού ο η το
γενική ενικού
+ σε
του
στου
της
στης
του
στου
αιτιατική ενικού
+ σε
τον
στον
τη(ν)
στη(ν)
το
στο
ονομαστική πληθυντικού οι οι τα
γενική πληθυντικού
+ σε
των
στων
των
στων
των
στων
αιτιατική πληθυντικού
+ σε
τους
στους
τις
στις
τα
στα