el.wiktionary.org

συναινώ - Βικιλεξικό

συναινώ < αρχαία ελληνική συναινέω / συναινῶ

συναινώ

    Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. συναινώ συναινούσα θα συναινώ να συναινώ συναινώντας
β' ενικ. συναινείς συναινούσες θα συναινείς να συναινείς (συναίνει)
γ' ενικ. συναινεί συναινούσε θα συναινεί να συναινεί
α' πληθ. συναινούμε συναινούσαμε θα συναινούμε να συναινούμε
β' πληθ. συναινείτε συναινούσατε θα συναινείτε να συναινείτε συναινείτε
γ' πληθ. συναινούν(ε) συναινούσαν(ε) θα συναινούν(ε) να συναινούν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. συναίνεσα θα συναινέσω να συναινέσω συναινέσει
β' ενικ. συναίνεσες θα συναινέσεις να συναινέσεις συναίνεσε
γ' ενικ. συναίνεσε θα συναινέσει να συναινέσει
α' πληθ. συναινέσαμε θα συναινέσουμε να συναινέσουμε
β' πληθ. συναινέσατε θα συναινέσετε να συναινέσετε συναινέστε
γ' πληθ. συναίνεσαν
συναινέσαν(ε)
θα συναινέσουν(ε) να συναινέσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω συναινέσει είχα συναινέσει θα έχω συναινέσει να έχω συναινέσει
β' ενικ. έχεις συναινέσει είχες συναινέσει θα έχεις συναινέσει να έχεις συναινέσει
γ' ενικ. έχει συναινέσει είχε συναινέσει θα έχει συναινέσει να έχει συναινέσει
α' πληθ. έχουμε συναινέσει είχαμε συναινέσει θα έχουμε συναινέσει να έχουμε συναινέσει
β' πληθ. έχετε συναινέσει είχατε συναινέσει θα έχετε συναινέσει να έχετε συναινέσει
γ' πληθ. έχουν συναινέσει είχαν συναινέσει θα έχουν συναινέσει να έχουν συναινέσει