el.wiktionary.org

υποπλοίαρχος - Βικιλεξικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποπλοίαρχος οι υποπλοίαρχοι
      γενική του υποπλοίαρχου
& υποπλοιάρχου
των υποπλοίαρχων
& υποπλοιάρχων
    αιτιατική τον υποπλοίαρχο τους υποπλοίαρχους
& υποπλοιάρχους
     κλητική υποπλοίαρχε υποπλοίαρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

υποπλοίαρχος (μαρτυρείται από το 1833) [1]< υπο- + πλοίαρχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποπλοίαρχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. στρατιωτικός βαθμός στο πολεμικό ναυτικό και το λιμενικό, κατώτερος από τον πλωτάρχη και ανώτερος από τον ανθυποπλοίαρχο
  2. ο δεύτερος στην ιεραρχία μετά τον πλοίαρχο σε πλοίο του εμπορικού ναυτικού

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

    υποπλοίαρχος

Αναφορές

[επεξεργασία]

  1. Ελληνικοί Κώδικες [1833] - σελ. 1055, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου