el.wiktionary.org

ψαλίδι - Βικιλεξικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψαλίδι τα ψαλίδια
      γενική του ψαλιδιού των ψαλιδιών
    αιτιατική το ψαλίδι τα ψαλίδια
     κλητική ψαλίδι ψαλίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ψαλίδι < (ελληνιστική κοινή) ψαλίδιον (υποκοριστικό του ψαλίς)
ΔΦΑ : /psaˈli.ði/
ένα ψαλίδι

ψαλίδι ουδέτερο

  1. εργαλείο χεριού που αποτελείται από δύο λεπίδες και χρησιμεύει για κόψιμο
  2. (μεταφορικά) περικοπή (κυρίως δαπάνης)
    έπεσε ψαλίδι στους μισθούς
  3. σύνεργο κομμωτικής για το φορμάρισμα των μαλλιών
  4. εξάρτημα αυτοκινήτου και μοτοσικλέτας
  5. χαρακτηρισμός για πολυλογάδες
    ψαλίδι πάει η γλώσσα σου!

    εξάρτημα ποδηλάτου ή μοτοσυκλέτας