λεξικό - Βικιλεξικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
γενική | του | λεξικού | των | λεξικών |
αιτιατική | το | λεξικό | τα | λεξικά |
κλητική | λεξικό | λεξικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

λεξικό ουδέτερο
- (λεξικογραφία) έργο (βιβλίο, ψηφιακό αρχείο ή/και ιστότοπος) που συστηματικά συγκεντρώνει και ταξινομεί λέξεις σε αλφαβητική ή άλλη σειρά, παρέχοντας και ποικίλες πληροφορίες (γραμματικές, συντακτικές, ερμηνευτικές, ετυμολογικές κ.λπ.)
- το βιβλίο που συστηματικά συγκεντρώνει και αναπτύσσει συνοπτικά τους όρους ενός επιστημονικού κλάδου
- (γλωσσολογία) το σύνολο των λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιεί για επικοινωνία μια γλωσσική κοινότητα (σε αντιδιαστολή προς το λεξιλόγιο ενός ατόμου)
- (πληροφορική), (δομή δεδομένων) βλ. συνώνυμο πίνακας συσχετισμών
λεξικό
- αγγλικά : dictionary (en), lexicon (en)
- αζεριανά : lüğət (az)
- αϊμάρα : aru (ay) pirwa (ay)
- αϊτινά : diksyonè
- αλβανικά : fjalor (sq)
- αραβικά : قاموس (ar) (qāmws)
- αραγονικά : dizionario (an)
- αρμενικά : բառարան (hy)
- αστουριανά : diccionariu (ast)
- αφρικάανς : woordeboek (af)
- βαλονικά : diccionaire (wa)
- βασκικά : hiztegi (eu)
- βιετναμικά : từ điển (vi), tự điển (vi)
- βοσνιακά : rječnik (bs)
- βόρεια λαπωνικά : sátnegirji
- βρετονικά : geriadur (br)
- βουλγαρικά : речник (bg) (rečnik)
- σκωτικά γαελικά : faclair (gd)
- γαλικιανά : dicionario (gl) (και diccionario (gl))
- γαλλικά : dictionnaire (fr)
- γερμανικά : Wörterbuch (de)
- γεωργιανά : ლექსიკონი (ka)
- γκουαρανί : ñe’ẽndy (gn)
- γκουτζαράτι : શબ્દ-કોષ (gu)
- δανικά : ordbog (da)
- εβραϊκά : מילון (he) (milon)
- εβραιοϊσπανικά : vokabulario
- εσπεράντο : vortaro (eo)
- εσθονικά : sõnaraamat (et)
- θιβετιανά : ཚིག་མཛོད་ (ṣĩ.ẓɵ, /ʦĩ.ʣø/)
- ιαπωνικά : 辞書 (ja) (jisho) (じしょ), 辞典 (ja) (jiten) (じてん)
- ινδονησιακά : kamus (id)
- ιντερλίνγκουα : dictionario (ia)
- ίντο : vortaro (io)
- ισλανδικά : orðabók (is)
- ισπανικά : diccionario (es), vocabulario (es), léxico (es)
- ιταλικά : dizionario (it)
- καταλανικά : diccionari (ca)
- κέτσουα : rimayqillqa (qu)
- κινεζικά : 字典 (zh), 词典 (zh)
- κορεατικά : 사전 (ko) (sajzon)
- κορνουαλικά : gérlyver (kw)
- κορσικανικά : dizziunariu (co)
- κροατικά : rječnik (hr)
- κουρδικά : ferheng (ku), khebernivis (ku), loghet (ku)
- λατινικά : dictionarium (la)
- λετονικά : vārdnīca (lv)
- λιθουανικά : žodynas (lt)
- λινγκάλα : bagó (ln)
- μαλαϊκά : kamus (ms)
- μαλγασικά : diksionera (mg)
- μαλτέζικα : dizzjunarju (mt)
- μανξ : focklioar (gv)
- μαράθι : शब्दकोष (mr)
- μπαμπάρα : daɳɛkorofogafɛ, kumadengafɛ
- ναπολιτάνικα : calepino
- νορβηγικά : ordbok (no)
- ολλανδικά : woordenboek (nl), dictionaire (nl)
- οξιτανικά : diccionari (oc)
- ουαλικά : geiriadur (cy)
- ουγγρικά : szótár (hu)
- ουκρανικά : словник (uk) (slovnik)
- ούρντου : قاموس (ur)
- παντζάμπι : ਸ਼ਬਦਾ (pa) ਕੋਸ਼ (pa)
- παπιαμέντο : dikshonario
- περσικά : لغتنامه (fa)
- πιεμοντέζικα : dissionari
- πολωνικά : słownik (pl)
- πορτογαλικά : dicionário (pt)
- παλαιά οξιτανικά : diccionari
- ραιτορομανικά : dicziunari; pledari
- ρουμανικά : dicționar (ro)
- ρωσικά : словарь (ru) (slovarʹ)
- σαμοανικά : lolomi (sm) fefiloi (sm)
- σανσκριτικά : शब्दसंग्रहः (sa)
- σαρδηνιακά : dizionariu
- σερβικά : речник (sr) (rečnik)
- σικελικά : dizzionariu (scn) (aussi dizziunariu (scn))
- σλοβακικά : slovník (sk)
- σλοβενικά : slovar (sl)
- σομαλικά : qaamuus (so)
- σορβικά : słownik
- σότο (βόρεια) : pukuntšu
- σουάζι : sí-chazamagâma (ss)
- σουαχίλι : kamusi (sw)
- σουηδικά : ordbok (sv)
- ταϊλανδικά : พจนานุกรม (th) (pot-ja-na-nu-krom)
- ταταρικά : süzlek (tt)
- τουρκικά : sözlük (tr)
- τσεχικά : slovník (cs)
- φεροϊκά : orðbók (fo), orðabók (fo)
- φιλιππινέζικα : diksiyunáriyo (tl), talatinígan (tl)
- φινλανδικά : sanakirja (fi)
- δυτικά φριζικά : wurdboek (fy)
- φριουλανικά : dizionari
- χίντι : शब्दकोश (hi) (και शब्दकोष (hi))
λεξικό
- ↑ λεξικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας