i - Βικιλεξικό
i
- η φανταστική μονάδα, ο αριθμός ο οποίος αν υψωθεί στο τετράγωνο ισούται με -1
-
i στη Βικιπαίδεια
i
- γράμμα του αζεριανού λατινικού αλφάβητου
Αζεριανό αλφάβητο | ||||
---|---|---|---|---|
Αραβικό | Λατινικό | Κυριλικό | Λατινικό | IPA |
—1918 | 1918—-1939 | 1958—-1991 | 1991— | |
ﻱ | I i | И и | İ i | |
i (bs)
i (fr)
- droit comme un i - ίσιος, ευθυτενής, άμεμπτος
- mettre les points sur les i - ξεκαθαρίζω ένα πρόβλημα με κάποιον
i (da)
i (la)
i (no)
i (pl)
i (pl)
i (sr)
- λατινική γραφή του и
i (cs)
i (cs)
- και, ακόμα και