na - Βικιλεξικό
na (af)
na (vec)
na (ku)
na (cy)
na (pl)
- σε (στον/στην/στο)
- προς (τον/την/το)
- πάνω ή μέσα σε (στον/στην/στο)
- όταν δείχνει θέση συντάσσεται με τοπική (miejscownik)
- coś znajduje się na stole/podłodze/ulicy - κάτι βρίσκεται στο τραπέζι/πάτωμα/δρόμο
- όταν δείχνει κίνηση συντάσσεται με αιτιατική (biernik)
- coś przemieszcza się na stół/podłogę/ulicę - κάτι μεταφέρεται(μετακινείται) στο τραπέζι/πάτωμα/δρόμο
na (pt)
na (cs)
- σε (στον/στην/στο)
- προς (τον/την/το)
- πάνω ή μέσα σε (στον/στην/στο)
na (tl)