track - Βικιλεξικό
- track < (κληρονομημένο) μέση αγγλική trak / tracke < παλαιά γαλλική trac, αβέβαιης ετυμολογίας
track (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η σιδηροτροχιά, η γραμμή
- η πίστα, κομμάτι εδάφους με ειδική επιφάνεια για να κάνουν αγώνες ή να οδηγούν άτομα, αυτοκίνητα κτλ.
- ⮡ a race track - πίστα αγώνων
- ⮡ a horse riding track - πίστα ιππασίας
- ⮡ a motorcycle racing track - πίστα αγώνων μοτοσικλετών
- (μη μετρήσιμο, αμερικανική σημασία) η πίστα, αθλήματα σε πίστα
- ⮡ track sports - αθλήματα πίστας
- το ίχνος, το χνάρι
- ⮡ The tracks from the wheels were printed on the soft snow.
- Τα ίχνη των τροχών αποτυπώθηκαν πάνω στο μαλακό χιόνι.
- ⮡ The tracks from the wheels were printed on the soft snow.
- ο δρόμος, το μονοπάτι
- η τροχιά
- το κομμάτι (ήχος που έχει εγγραφεί σε δίσκο)
- το μετατρόχιο
- (υλικό υπολογιστή) η άτρακτος στην επιφάνεια μαγνητικού δίσκου ενός σκληρού δίσκου
track (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ιχνηλατώ, καταδιώκω κάποιον αναζητώντας και ακολουθώντας τα ίχνη του
- (μεταβατικό) ιχνηλατώ, παρακολουθώ τις κινήσεις κάποιου ή κάτι, ειδικά χρησιμοποιώντας ειδικό ηλεκτρονικό εξοπλισμό
- ⮡ The qualified agencies track the contacts of coronavirus carriers.
- Οι αρμόδιες υπηρεσίες ιχνηλατούν τις επαφές φορέων του κορονοϊού.
- ⮡ My phone is being tracked.
- Το τηλέφωνό μου παρακολουθείται.
- ⮡ The qualified agencies track the contacts of coronavirus carriers.
- (μεταβατικό) παρακολουθώ την πρόοδο ή την εξέλιξη κάποιου ή κάτι
- ⮡ Each transaction is then tracked by a specific customer, area, and date.
- Στη συνέχεια, κάθε συναλλαγή παρακολουθείται με έναν συγκεκριμένο πελάτη, περιοχή και ημερομηνία.
- ⮡ Each transaction is then tracked by a specific customer, area, and date.