Συνέντευξη με τον Αντώνη Καλδέλλη για την Βυζαντινή ταυτότητα
- ️Wed Nov 15 2017
Η ιδέα της σημερινής ανάρτησης προέκυψε έναν περίπου χρόνο πριν, όταν εγώ και ο Πέρτιναξ ρωτήσαμε τον διακεκριμένο βυζαντινολόγο Αντώνη Καλδέλλη αν ενδιαφερόταν για μια συνέντευξη, στην οποία θα μας απαντούσε ορισμένα ερωτήματα με θέμα την βυζαντινή ταυτότητα. Ο Καλδέλλης αποδέχτηκε θερμά την πρόσκλησή μας, αλλά μας ζήτησε να το καθυστερήσουμε επειδή ήταν πνιγμένος στη δουλειά. Όταν ένα περίπου εξάμηνο αργότερα ήταν διαθέσιμος πια ο Καλδέλλης, έτυχε να έχω εγώ κάποιες υποχρεώσεις και έτσι η συνέντευξη αναβλήθηκε για μερικούς ακόμα μήνες. Τελικά, έφτασε επιτέλους η στιγμή της δημοσίευσης της ανάρτησης και θέλουμε να ξαναευχαριστήσουμε και δημόσια τον Αντώνη Καλδέλλη για τη χάρη που μας έκανε και το ενδιαφέρον που έδειξε για τη συνέντευξη.
1. Ο Αντώνης Καλδέλλης και το συγγραφικό του έργο
Ο Αντώνης Καλδέλλης είναι καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος κλασικών σπουδών του πανεπιστημίου Ohio State University (OSU) με εξειδίκευση στην βυζαντινολογία. Όσοι παρακολουθείτε το ιστολόγιό μου από καιρό θα γνωρίζετε ήδη κάποια από τα βιβλία του στα οποία παραπέμπω συχνά τον αναγνώστη στις αναρτήσεις μου που πραγματεύονται το θέμα της βυζαντινής ταυτότητας.
Για μια πλήρη εκτίμηση του πλούσιου συγγραφικού του έργου μπορείτε να επισκεφτείτε αυτήν την ιστοσελίδα.
Στο βιβλίο του “Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition“ (Cambridge University Press, 2007) ο Καλδέλλης επιχείρησε να προσδιορίσει τη λειτουργία του «Ελληνισμού» (λόγια ενασχόληση με την κλασική ελληνική γραμματεία) στο Βυζάντιο κατά τις διάφορες περιόδους και, για πρώτη φορά, παρουσίασε τη ρηξικέλευθη πρόταση ότι το «Βυζάντιο» (δηλαδή η Ρωμανία, όπως την ονόμαζαν οι κάτοικοί της) ήταν το έθνος-κράτος (nation-state) των Ρωμαίων.
Στο βιβλίο του “Ethnography after Antiquity: Foreign Lands and Peoples in Byzantine Literature“ (University of Pennsylvania Press, 2013) ο Καλδέλλης δείχνει πως έβλεπαν τους «άλλους» οι βυζαντινοί συγγραφείς και γιατί δεν είχαν το ενδιαφέρον για την εθνογραφική λεπτομέρεια που βρίσκουμε στον προβυζαντινό Ηρόδοτο και στο μεταβυζαντινό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.
Στο βιβλίο του “The Byzantine Republic: People and Power in New Rome“ (Harvard University Press, 2015) ο Καλδέλλης εξετάζει τον βυζαντινό ρεπουβλικανισμό, δείχνοντας ότι, αντίθετα με την παραδοσιακή θεώρηση που θέλει το ρωμαϊκό ρεπουβλικανισμό να εξαφανίζεται κατά τον τρίτο αιώνα, το ρωμαϊκό ρεπουβλικανικό ήθος επιβίωσε και καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο οι Βυζαντινοί κατανοούσαν την πολιτεία τους ως respublica, δηλαδή κοινά πράγματα. Στο βιβλίο αυτό ο Καλδέλλης ασκεί επιπρόσθετα κριτική στην παραδοσιακή θεωρία περί μονολιθικής και ασφυκτικής θεοκρατικής (ή θεοκεντρικής) μοναρχίας στο Βυζάντιο.
Από τις μεταφράσεις βυζαντινών συγγραφέων του Καλδέλλη, αναφέρω την αναθεωρημένη αγγλική μετάφραση του H.B. Dewing των Πολέμων του Ιουστινιανού του Προκοπίου (Hackett Publishing Company, 2014), την αγγλική μετάφραση της Απόκρυφης Ιστορίας του Προκοπίου (Hackett Publishing Company, 2014) και, σε συνεργασία με τον Δημήτρη Κράλλη, την δίγλωσση έκδοση (ελληνικό πρωτότυπο και αγγλική μετάφραση με συνοπτικά σχόλια) της Ιστορίας του Μιχαήλ Ατταλειάτη (Dumbarton Oaks Medieval Library, Harvard University Press 2012). Αναφέρω επίσης την αγγλική μετάφραση της Περί Βασιλειών ιστορίας του Γενεσίου (Canberra: Australian Association for Byzantine Studies, 1998) και την πολύτομη δίγλωσση έκδοση των Ιστοριών του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη (Dumbarton Oaks Medieval Library, Harvard University Press, 2014).
Το Σεπτέμβριο που μας πέρασε, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Καλδέλλη “Streams of Gold, Rivers of Blood: The Rise and Fall of Byzantium, 955 A.D. to the First Crusade“ (Oxford: Oxford University Press, 2017; Onassis Series in Hellenic Culture), το οποίο είναι μια ιστορία της περιόδου 955-1095 που καλύπτει τον βυζαντινό επεκτατισμό 950-1025 και την περίοδο αστάθειας που ακολούθησε στη συνέχεια μέχρι την Α΄ Σταυροφορία.
Στα τέλη του Νοέμβρη πρόκειται να κυκλοφορήσει στην αγορά το πολυσυγγραφικό έργο για την ιστορία της βυζαντινής διανόησης με τίτλο “The Cambridge Intellectual History of Byzantium“ (Cambridge University Press, 2017) που επιμελήθηκαν ο Αντώνης Καλδέλλης και ο Νικήτας Σινιόσογλου.
2. Η συνέντευξη
Η συνέντευξη με τον Αντώνη Καλδέλλη (παρακάτω ΑΚ) στη μορφή που την παρουσιάζουμε με τον Περτίνακα (παρακάτω: Σ&Π = Σμερδαλέος & Πέρτιναξ) ήταν έτοιμη ήδη από τον Αύγουστο, αλλά εγώ καθυστέρησα την δημοσίευσή της επειδή ήθελα να τελειώσω πρώτα κάτι βιβλία που διάβαζα, από τα οποία πίστευα ότι μπορεί να προκύψουν κάποια νέα ερωτήματα. Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως κάθε νέο βιβλίο εκτός από νεά ερωτήματα γεννά και την ανάγκη ανάγνωσης κάποιου άλλου νέου βιβλίου, από το οποίο προκύπτουν άλλα νεότερα ερωτήματα κοκ. Έτσι κατέληξα να έχω πολλά νέα και ολοένα πιο εξειδικευμένα ερωτήματα, των οποίων η απάντηση γινόταν πλέον δυσκατάληπτη για τον αμύητο αναγνώστη. Έτσι συμφωνήσαμε να παρουσιάσουμε στην παρούσα ανάρτηση τα πιο απλά από τα ερωτήματά μας και τις αντίστοιχες απαντήσεις του Καλδέλλη, αφήνοντας για το μη προσεχές μέλλον ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας δεύτερης μελλοντικής συνέντευξης με κάποια από τα υπόλοιπα ερωτήματα.
Ερώτημα #1
Σ&Π: Ισχυρίζεστε ότι η Βυζαντινολογία έχει κληρονομήσει κάποια «προπατορικά αμαρτήματα» από την «προϊστορία» της, δηλαδή κάποια αναπόδεικτα αξιώματα που μεταβιβάζονται ακρίτως από γενιά σε γενιά και τα οποία έρχονται σε πλήρη αντίθεση με αυτά που μας λένε οι ίδιες οι βυζαντινές πηγές. Το πιο γνωστό από αυτά τα «προπατορικά αμαρτήματα» είναι ο παρωνυμιασμός «Βυζαντινοί» για τους άπτωτους Ρωμαίους της Ανατολής και «Βυζάντιο» για την Ρωμαϊκή τους Πολιτεία. Μπορείτε να εξηγήσετε αυτό το θέμα στους αναγνώστες μας;
ΑΚ: Το πιο γνωστό «αμάρτημα» είναι σίγουρα η αρνητική εικόνα για το Βυζάντιο που έπλασαν οι Διαφωτιστές: είδαν στο Βυζάντιο μια απόλυτη και ανήθικη θεοκρατία, μια θλιβερή περίοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας, μια «δυστοπία» θα λέγαμε σήμερα, υπό τον έλεγχο ευνούχων και φανατισμένων μοναχών. Η εικόνα αυτή δεν ήταν φυσικά προϊόν επιστημονικής μελέτης του Βυζαντίου, ούτε είχε βέβαια (στις ακραίες τις μορφές) αξιώσεις ιστορικότητας. Ήταν μάλλον ένα βολικό κατασκεύασμα που λειτουργούσε στο χώρο της πολιτικής ιδεολογίας και των μεταρρυθμιστικών αναγκών του 18ου αιώνα. Το φαντασιακό αυτό «Βυζάντιο» συγκέντρωνε και αντιπροσώπευε ό,τι αποστρέφονταν πολιτικά οι Διαφωτιστές, ό,τι αυτοί επιθυμούσαν να αλλάξουν στον δικό τους δυτικό κόσμο. Τους ήταν, λοιπόν, πιο εύκολο (και σίγουρα λιγότερο επικίνδυνο) να επικεντρώσουν την κριτική τους στην Ορθόδοξη κοινωνία της Ανατολής παρά στους δικούς τους συγκαιρινούς ηγέτες και στη δική τους θεοκρατία, οι οποίοι όμως ήταν οι πραγματικοί τους στόχοι. Έτσι, η εικόνα που έπλασαν για το Βυζάντιο εξέφραζε το αντίπαλο δέος του πολιτικού Διαφωτισμού. Ήταν σχήμα σκέψης και όχι τεκμηριωμένη άποψη για την ιστορία μιας κοινωνίας. Όσο ελλιπώς το γνώριζαν, τόσο πιο εύκολα το αναδιαμόρφωναν ιδεολογικά. Δυστυχώς όμως, η εικόνα αυτή κληροδότησε προβλήματα στην ιστορική έρευνα που ακολούθησε, όταν έγινε αναλυτικό εργαλείο στο επιστημονικό επίπεδο.
Μολονότι η επιστημονική έρευνα για το Βυζάντιο ξεκίνησε τον 19ο αιώνα, δεν προέκυψε από το μηδέν. Κατάγεται από παλαιά ιδεολογήματα της Δύσης σχετικά με το Βυζάντιο. Ένα από αυτά τα ιδεολογήματα – με βαθιές ρίζες στο δυτικό Μεσαίωνα – είναι ότι το Βυζάντιο αποκλείεται να ήταν ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι Βυζαντινοί αποκλείεται να ήταν γνήσιοι Ρωμαίοι. Γιατί αυτό; Διότι, ήδη από τον ένατο αιώνα εμφανίστηκαν στη Δύση ισχυρά κέντρα εξουσίας, που διεκδικούσαν την αποκλειστική πρόσβαση στη ρωμαϊκή κληρονομιά. Αναφέρομαι στους Γερμανούς αυτοκράτορες και στους πάπες. Για αυτούς, ο Ρωμαίος ηγεμών έφερε τα παγκόσμια «πρωτεία», και δεν μπορούσε παρά να είναι μόνο ένας. Γι’ αυτό και συγκρούστηκε πολλές φορές η παπική έδρα με τους Γερμανους αυτοκράτορες, αποκλείοντας και οι δύο τους Βυζαντινούς από κάθε λογής διεκδίκηση στην ρωμαϊκή ταυτότητα. Όσο το Βυζάντιο παρέμενε κυρίαρχο ή και δυνατό υπήρχαν πάντοτε Δυτικοί που το αποδέχονταν ως Ρωμανία – έτσι αποκαλούσαν οι Βυζαντινοί το κράτος τους – αλλά μετά το 1204 τα πράγματα άλλαξαν. Έπρεπε να επινοηθούν από τους Δυτικούς διάφοροι, άσχετοι όροι με τους οποίους να ονομάζεται το Βυζάντιο. Ενώ στην Ανατολή, το Βυζάντιο ήταν πάντα γνωστό ως «Ρουμ» (δηλαδή η χώρα των Ρωμαίων), στη Δύση επινοήθηκαν άλλοι προσδιορισμοί, όπως «αυτοκρατορία των Γραικών» ή «αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης». Αργότερα επινοήθηκε και ο όρος «Βυζάντιο», ο οποίος επικράτησε στα μέσα του 19ου αιώνα. Αυτός είναι πλέον ο συμβατικός όρος.
Οι σύγχρονες βυζαντινές σπουδές με διάφορους τρόπους διαιωνίζουν τις δυτικές μεσαιωνικές προκαταλήψεις για το Βυζάντιο. Μια από αυτές είναι ότι το Βυζάντιο έχει μικρή ή και καμία σχέση με τη ρωμαϊκή παράδοση κι ότι η ταυτότητα των Βυζαντινών μπορεί να προσδιοριστεί με τις κατηγορίες «Έλληνας» και «χριστιανός ορθόδοξος». Οι κατηγοριοποιήσεις αυτές, όντως αποτελούσαν σημαντικά στοιχεία της πολιτιστικής του ιδιοσυστασίας, αλλά είναι καιρός πια να αποκαταστήσουμε και να αναγνωρίσουμε και τη ρωμαϊκή του διάσταση. Το Βυζάντιο ήταν (η) Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και οι Βυζαντινοί ήταν Ρωμαίοι.
Όλοι έχουμε μόνο μάθει να λέμε ότι οι Βυζαντινοί «αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους», αλλά εμείς εξακολουθούμε να μη τους αποκαλούμε έτσι: κρατάμε δειλά αποστάσεις, ένα φαινόμενο περίεργο με γνώμονα τα δεδομένα της σύγχρονης έρευνας για τη διαμόρφωση των ταυτοτήτων: η έρευνα πρέπει να κατανοεί, όχι να απορρίπτει. Πρέπει να μελετάμε και αναλύουμε τους αυτοπροσδιορισμούς των πολιτισμών, όχι να τους επιβάλουμε δικούς μας. Δεν γνωρίζω καμιά άλλη περίπτωση όπου ένας πολιτισμός του παρελθόντος μελετάται μέσα από το πρίσμα της άρνησης της ταυτότητάς του. Από τη μεριά μου, έχω ξεκινήσει μια συζήτηση σε επιστημονικό επίπεδο προκειμένου να αναγνωριστεί το Βυζάντιο ως ρωμαϊκός πολιτισμός χωρίς υπεκφυγές και αστερίσκους. Βεβαίως, πάντοτε υπήρχαν ιστορικοί που αναγνώριζαν τη ρωμαϊκότητα του Βυζαντίου και προέκριναν έναν ορθό μεν, αλλά συζητήσιμο προσδιορισμό, π.χ. ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία (John Bury, Steven Runciman, Arnold Toynbee). Η συστηματική όμως συζήτηση για την ταυτότητα των Βυζαντινών δεν άνοιξε παρά πρόσφατα. Και υπάρχουν ακόμα πολλοί «αντιρρησίες».
Ερώτημα #2
Σ&Π: Στην Ελλάδα ειδικότερα ευδοκιμεί ο μύθος ότι οι επονομαζόμενοι «Βυζαντινοί» ήταν «κατά βάθος Έλληνες και μόνον κατ΄όνομα Ρωμαίοι». Στο Hellenism in Byzantium (σ. 113) ισχυρίζεστε το ακριβώς αντίθετο: «Οι Βυζαντινοί ήταν Ρωμαίοι που συνέβαινε να μιλάνε Ελληνικά και όχι Έλληνες που συνέβαινε να αυτοαποκαλούνται Ρωμαίοι». Μπορείτε να εξηγήσετε στους αναγνώστες μας γιατί οι «ελληνίζοντες Ρωμαίοι» του Προκόπιου «που πλέον λένε τις clausurae κλεισούρες και τον rationalis λογοθέτη», αυτοί που θεωρούσαν τη Λατινική ως «πάτριο φωνή», και οι οποίοι μιλούσαν συνεχώς για τους «δυσσεβείς και μυσαρούς Έλληνες» (πολυθεϊστές) και στο στρατό χρησιμοποιούσαν τον όρο «Γραικός» με την πρoσβλητική σημασία «άνανδρος», δεν ήταν «Έλληνες / Γραικοί», αλλά ελληνόφωνοι Ρωμαίοι;
ΑΚ: Ενώ οι Δυτικοί αρνούνταν τη ρωμαϊκότητα του Βυζαντίου και το στιγμάτιζαν ως «αυτοκρατορία των Γραικών», οι Νεοέλληνες (δηλαδή μετά την Επανάσταση) έπρεπε κάπως να αποδεχτούν το Βυζάντιο ως τμήμα της δικής τους εθνικής ιδεολογίας, για λόγους «συνέχειας». Όπως ξέρουμε, το Βυζάντιο δεν ενσωματώθηκε αμέσως στην νεοελληνική αυτοαντίληψη. Η κυρίαρχη άποψη κατά τα πρώτα στάδια του νεοελληνικού κράτους ήταν ίδια με εκείνη της Δύσης, δηλαδή ότι το Βυζάντιο ήταν παρακμιακή τυραννία «ξένων» που επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Σταδιακά η άποψη αυτή μεταβλήθηκε, ώσπου, με τον Παπαρρηγόπουλο, το Βυζάντιο να μετατραπεί σε ένδοξη και «ελληνική» αυτοκρατορία του μεσαίωνα. Η συστηματική και εμπρόθετη άρνηση της ρωμαϊκής ταυτότητας του Βυζαντίου από τους δυτικούς ιστορικούς έτσι άνοιξε το δρόμο στους «εθνικούς» λεγόμενους ιστορικούς του νέου ελληνικού κράτους να «ανακαλύψουν» τον αυθεντικό ελληνισμό που κρυβόταν πίσω από τις ξεθωριασμένες (δήθεν) ετικέτες «Ρωμαίος» και «Ρωμανία». Τα ιδεολογικά σχήματα Ευρωπαίων και Ελλήνων ταίριαξαν απολύτως: οι μεν δυτικοί σφετερίστηκαν τη ρωμαϊκή παράδοση ως τάχα αποκλειστικά λατινική και Καθολική υπόθεση, οι δε Νεοέλληνες κατασκεύασαν μια συνέχεια του ελληνισμού. Έτσι, και οι δύο αυτές παραδόσεις συμφώνησαν να αποσιωπήσουν το όνομα της Ρωμανίας. Γιατί αν τελικά οι Βυζαντινοί δεν ήταν Ρωμαίοι τότε τί άλλο θα μπορούσαν να είναι παρά «Έλληνες»;
Όμως, ο προσδιορισμός της ταυτότητας δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Γλώσσα και ταυτότητα δεν συμπίπτουν πάντα. Οι Αμερικάνοι μιλάνε αγγλικά, χωρίς να είναι Άγγλοι· οι Μεξικάνοι μιλάνε ισπανικά, αλλά δεν είναι Ισπανοί. Το ίδιο και οι Βυζαντινοί: μιλούσαν ελληνικά αλλά ήταν Ρωμαίοι, διάκριση που πρέπει να σεβαστούμε. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά αποκαλούσαν τη γλώσσα τους «γλώσσα των Ρωμαίων» ή και «ρωμαίικα», δίνοντάς της το δικό τους όνομα. Εμείς θέλουμε να μετονομάσουμε τους Βυζαντινούς από Ρωμαίους σε Έλληνες με βάση τη γλώσσα τους· αυτοί όμως αντιθέτως μετονόμασαν την γλώσσα τους με βάση το δικό τους εθνικό όνομα, το ρωμαϊκό. Και μάλιστα αποκαλούσαν τα λατινικά «πάτρια γλώσσα» τους, που σημαίνει ότι αναγνώριζαν τους αρχαίους Ρωμαίους ως πρόγονούς τους.
Συμφέρει βέβαια τη νεοελληνική ιδεολογία να προβάλλει τη γλώσσα ως κυρίαρχο συστατικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, γιατί αυτό οδηγεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα: τη «συνέχεια του ελληνισμού». Γιατί όμως να σταθούμε στη γλώσσα και να μην επιλέξουμε άλλο κριτήριο ταυτότητας, π.χ. την πολιτεία των Βυζαντινών, ή την ιστορική τους ιδεολογία, το νομικό, στρατιωτικό, και διοικητικό τους σύστημα, ή τις κοινωνικές τους δομές; Όλα τούτα δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με μια ρωμαϊκή κοινωνία.
Ας το θέσουμε όμως αλλιώς. Εμείς λέμε στους Βυζαντινούς: «Κύριοι, είστε Έλληνες είτε το ξέρετε είτε όχι, είτε το θέλετε είτε όχι, επειδή μιλάτε ελληνικά». Τι θα λέγαμε όμως, αν κάποιος ερχόταν σε μας με τις ίδιες διαθέσεις; «Κύριοι, παρά το εθνώνυμο που χρησιμοποιείτε, δεν είστε Έλληνες, αλλά Ρωμιοί, δηλαδή ελληνόφωνοι Ορθόδοξοι, (πρώην) υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το «Έλληνες» το χρησιμοποιείτε για να κάνετε τις δημόσιες σχέσεις σας με τη Δύση, που σας προτιμάει ως Έλληνες, αλλά κατά βάση είστε Ρωμιοί». Θα απαντούσαμε πως όχι, «κάνεις λάθος, έχουμε μια πλήρως ανεπτυγμένη εθνική ιδεολογία ως Έλληνες, είναι η ταυτότητά μας και σου ζητάμε να την αποδεχτείς». Και θα είχαμε απόλυτο δίκιο να επιμείνουμε. Το ίδιο ισχύει για τους Βυζαντινούς. Δεν μπορούμε να απομονώνουμε τα στοιχεία που μας ενδιαφέρουν ή μας συμφέρουν και κατόπιν να προσδιορίζουμε την ταυτότητα των Βυζαντινών με βάση αυτά μόνο, απορρίπτοντας όλα τα υπόλοιπα. Μέχρι τον 13ο αιώνα, οι Βυζαντινοί νόμιζαν ότι οι Έλληνες ήταν ένας αρχαίος λαός που πέρασε από την ιστορία, όπως οι Χαλδαίοι και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Επιβίωσε η γλώσσα τους όχι όμως οι ίδιοι.
«Έλληνας» μάλιστα ήταν και ο εθνικός, ο πολυθεϊστής (paganus), που ήταν ό,τι πιο μισητό στα μάτια των Βυζαντινών (μετά τον αιρετικό φυσικά). Μέσω της Ορθοδοξίας οι Βυζαντινοί είχαν ταυτίσει τον αρχαίο πολιτισμό των Ελλήνων με την παγανιστική θρησκευτικότητα και κοσμοαντίληψη. Πέρα από την Ορθοδοξία, οι ρωμαϊκές ρίζες των Βυζαντινών είχαν επίσης εδραιώσει μια σχετικά αρνητική εικόνα για τους Γραικούς (Graeci): ήταν καλοί στα λόγια, αλλά όχι στον πόλεμο, δεν μπορούσες να τους εμπιστευτείς, κ.ο.κ.. Ο Προκόπιος παρέχει σχετική μαρτυρία.
Απαιτούν προσοχή και λεπτότητα αυτά τα ζητήματα. Θα πω τώρα κάτι που φαινομενικά ίσως να αντιφάσκει με τα προηγούμενα: φυσικά το Βυζάντιο είχε ρίζες και στον ελληνικό πολιτισμό! Η γλώσσα του ήταν ελληνική, η λόγια λογοτεχνία του ήταν βασισμένη στα αρχαία ελληνικά, ο «χώρος» του ήταν οι περιοχές όπου είχε αναπτυχθεί ο ελληνικός πολιτισμός και είχε αφήσει παντού τα σημάδια του, η θεολογία του θα ήταν αδιανόητη χωρίς την συνεχή πάλη με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Συνεπώς, ο ελληνισμός ήταν σαφώς μέρος του βυζαντινού πολιτισμού, όπως όμως και άλλα στοιχεία. Η ταυτότητα των βυζαντινών, όμως, ήταν ρωμαϊκή και ορθόδοξη.
Ερώτημα #3
Σ&Π: Σε άλλα σημεία του ίδιου βιβλίου (λ.χ. σσ. 54, 85-86) ισχυρίζεστε ότι ο εκρωμαϊσμός της Ελληνικής Ανατολής είναι μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και, ταυτόχρονα, πιο παρεξηγημένες και λιγότερο μελετημένες μεταμορφώσεις της ιστορίας. Μπορείτε να περιγράψετε αυτή τη μεταμόρφωση;
ΑΚ: Είναι εξέλιξη σημαντική, και ελάχιστα μελετημένη. Μέχρι και το δεύτερο μ.Χ. αιώνα τα κείμενα συχνά αναφέρουν τους Έλληνες των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας. Ο τρίτος αιώνας είναι σκοτεινός. Τον τέταρτο αιώνα είναι πια ελάχιστοι οι διανοούμενοι που αυτοαποκαλούνται «Έλληνες», και στις περισσότερες περιπτώσεις (π.χ. Λιβάνιος, Συνέσιος) εννοούν την παιδεία και όχι όπως πριν κάποια εθνοτική ταυτότητα (σε άλλες περιπτώσεις αναφέρονται στην παγανιστική θρησκεία). Από εκεί κει πέρα όμως το «εμείς» των γραμμένων στα ελληνικά κειμένων δηλώνει Ρωμαίους (ή Χριστιανούς). Το ερώτημα είναι πώς έγινε αυτή η αλλαγή λοιπόν, και γιατί δεν είναι γνωστή.
Μέχρι προσφάτως η έρευνα θεωρούσε τις εθνότητες ως παγιωμένες και αναλλοίωτες οντότητες. Η ιδέα ότι θα μπορούσε μια εθνοτική ταυτότητα (π.χ. η ελληνική) να αφομοιωθεί και να μεταβληθεί σε άλλη (εν προκειμένω, σε ρωμαϊκή) ήταν σχετικά ξένη, κυρίως όταν αυτό συνέβαινε χωρίς «βιολογική» πληθυσμιακή μετάλλαξη αλλά μέσω μιας πολιτισμικής αφομοίωσης. Τέτοια φαινόμενα ενώ έχουν συμβεί πολλές φορές στην ιστορία, προβλήθηκαν λιγότερο στα σύγχρονα εθνικά κράτη της Ευρώπης όπου το Βυζάντιο αποτελούσε αντικείμενο συστηματικής έρευνας και όπου μέχρι πρόσφατα επικρατούσαν φυλετικές ιδέες για την ταυτότητα των εθνών.
Τώρα, το πώς συνέβη η αλλαγή ή η αφομοίωση των Ελλήνων από τους Ρωμαίους δεν μπορώ να το απαντήσω εν συντομία. Θα τονίσω μόνο ότι ξεκινάει ήδη με την ρωμαϊκή κατάκτηση της Ελλάδας και μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο διοίκησής τους. Στην αρχή οι Ρωμαίοι αναφέρονταν στους κατεκτημένους ως «δούλους» τους, αργότερα όμως υιοθέτησαν μια πιο οικουμενική ιδεολογία προστασίας, ενσωμάτωσης και τελικά αφομοίωσης. Αυτό που παρατηρούμε τον τρίτο αιώνα μ.Χ. είναι η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας πολλών αιώνων, ενδεχομένως και πέντε αιώνων, μισής χιλιετίας δηλαδή. Δεν είναι κάτι που συνέβη γρήγορα. Γνωρίζουμε από τον Πλούταρχο και άλλους πως οι ελίτ των ελληνικών πόλεων αποδέχονταν τα ρωμαϊκά έθιμα και επιζητούσαν μανιωδώς να αποκτήσουν ρωμαϊκά αξιώματα και ονόματα. Στην εθνική ενοποίηση, τέλος, συνέβαλε βέβαια και η οικουμενική απονομή της ρωμαϊκής υπηκοότητας το 212 μ.Χ. Όλοι τότε έγιναν Ρωμαίοι, τουλάχιστον σε νομικό επίπεδο, αλλά νομίζω με το πέρασμα του χρόνου και βαθύτερα, σε επίπεδο πολιτικής συνείδησης και εθνικής ταυτότητας. Οι κάτοικοι των επαρχιών ταυτίστηκαν με την ιδέα της οικουμενικής Ρώμης και αποδέχτηκαν την «Ρωμανία» ως πατρίδα τους. Αυτό μας λένε οι Βυζαντινοί ξανά και ξανά. Το λένε ήδη από τον τέταρτο αιώνα. Θα αρκούσε να τους πιστεύαμε και τότε ίσως, τους καταλαβαίναμε καλύτερα. Είναι μια διαδικασία που πρέπει να μελετηθεί εκτενώς και σε βάθος. Δεν είναι μόνο οι Έλληνες το υποκείμενο της αλλαγής αυτής. Πού βρίσκονται σήμερα οι Φοίνικες; Και πού οι Κέλτες της Γαλλίας;
Παραθέτω δύο αρκετά πρώιμα κείμενα σχετικά με τον εκρωμαϊσμό της ανατολής μέσα από την αποβολή των επιμέρους εθνωνύμων και γλωσσών. Ο Στράβων (Γεωγραφικά 12.4.6) γράφει «ἡ μὲν οὖν παλαιὰ μνήμη τοιαύτην τινὰ ὑπαγορεύει τὴν τῶν ἐθνῶν θέσιν. αἱ δὲ νῦν μεταβολαὶ τὰ πολλὰ ἐξήλλαξαν, ἄλλοτ’ ἄλλων ἐπικρατούντων καὶ τὰ μὲν συγχεόντων τὰ δὲ διασπώντων. καὶ γὰρ Φρύγες ἐπεκράτησαν καὶ Μυσοὶ μετὰ τὴν Τροίας ἅλωσιν, εἶθ’ ὕστερον Λυδοὶ καὶ μετ’ ἐκείνων Αἰολεῖς καὶ Ἴωνες, ἔπειτα Πέρσαι καὶ Μακεδόνες, τελευταῖοι δὲ Ῥωμαῖοι, ἐφ’ ὧν ἤδη καὶ τὰς διαλέκτους καὶ τὰ ὀνόματα ἀποβεβλήκασιν οἱ πλεῖστοι, γεγονότος ἑτέρου τινὸς μερισμοῦ τῆς χώρας, οὗ μᾶλλον φροντίσαι δεῖ τὰ νῦν οἷ’ ἔστι λέγοντας, τῇ δὲ ἀρχαιολογίᾳ μετρίως προσέχοντας», ενώ ο Αίλιος Αριστείδης τον 2° μ.Χ. αιώνα γράφει (Λόγος εἰς Ῥώμην 26.75) «ἐλθόντες ἐπὶ πᾶσαν τὴν ὑπήκοον ἐντεῦθεν ἐσκέψασθε τοὺς λειτουργήσοντας τήνδε τὴν λειτουργίαν· καὶ ὡς εὕρετε, ὁμοῦ τῆς τε πατρίδος ἀπηλλάξατε καὶ τὴν ὑμετέραν αὐτῶν πόλιν ἀντέδοτε αὐτοῖς· ὥστε καὶ αἰσχυνθῆναι τὸ λοιπὸν αὐτοὺς ἐκείνους γ’ ἂν εἰπεῖν, ὅθεν ἦσαν τὸ ἀρχαῖον. ποιησάμενοι δὲ πολίτας …».
Ερώτημα #4
Σ&Π: Τόσο στο Hellenism in Byzantium όσο και στο κεφάλαιό σας «Από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη, από την Αυτοκρατορία στο Έθνος-Κράτος: ανοίγοντας ξανά τον φάκελο της ρωμαϊκής ταυτότητας του Βυζαντίου» (ελληνική μετάφραση, The Books Journal 27, Jan 2013, 38-43) παρουσιάσατε μια ρηξικέλευθη άποψη, προβλέποντας ταυτοχρόνως την δυσκολία αποδοχής της από πολλούς συναδέλφους σας. Ισχυρίζεστε ότι οι επονομαζόμενοι «Βυζαντινοί», κατά την περίοδο χονδρικά 500-1200 μ.Χ. πληρούσαν τις προϋποθέσεις ενός προνεωτερικού Ρωμαϊκού έθνους και ότι το κράτος τους –η Ρωμανία– ήταν το Έθνος-Κράτος των Ρωμαίων. Η άποψή σας περί προνεωτερικού Ρωμαϊκού έθνους έρχεται όμως σε αντίθεση με το γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο του Μοντερνισμού / Νεωτερισμού που προβάλλεται ως η «καθιερωμένη ορθοδοξία» της εθνολογίας. Σύμφωνα με τους Μοντερνιστές / Νεωτεριστές, τα Έθνη (Nations) είναι αποκλειστικά κατασκευάσματα της Νεωτερικής Εποχής (περ. 1750 μ.Χ. και μετά) και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν να υπάρχουν στις προνεωτερικές περιόδους της Ιστορίας.
ΑΚ: Στις κοινωνικές επιστήμες αυτή η νεωτεριστική θεωρία έχει ξεπεραστεί. Δυστυχώς, στις Βυζαντινές Σπουδές θεωρείσαι πρωτοπόρος αν χρησιμοποιήσεις θεωρίες που ήταν της μόδας τη δεκαετία του 1980. Η ιδέα ότι τα έθνη και τα εθνικά κράτη (nations και nation-states) είναι αποκλειστικά προϊόντα της νεωτερικής εποχής προτάθηκε από πολιτικούς επιστήμονες που μελετούσαν την ιστορία του 19ου και 20ου αιώνα και τα αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης (π.χ., Gellner, Hobsbawm, Anderson και άλλοι). Δεν γνώριζαν πολλά για προνεωτερικές κοινωνίες και θεώρησαν ότι χωρίς εφημερίδες και εργοστάσια δεν χτίζονται εθνικά κράτη. Η στάση τους πηγάζει από μια γενικότερη αντίληψη που θέλει τη νεωτερική εποχή να χαρακτηρίζεται από ρηξικέλευθες «επαναστάσεις» και τομές στην ιστορία, ανάμεσα στις οποίες ήταν και τα έθνη. Όμως, όπως έχουν δείξει πολλές μελέτες νεότερων ιστορικών, πρόκειται για μεγάλο σφάλμα. Ορισμένοι από αυτούς έχουν καταρρίψει στο θεωρητικό επίπεδο το οικοδόμημα της δήθεν νεωτερικής πρωτοπορίας στην δημιουργία των εθνών (για μελέτες πιο προσιτές στο γενικό κοινό δείτε τους Caspar Hirshi, Azar Gat, Steven Grosby, και Adrian Hastings), ενώ άλλοι έχουν προτείνει διάφορα αρχαία και μεσαιωνικά κράτη ως εθνικά κράτη (από τον χώρο των μεσαιωνολόγων, δείτε για παράδειγμα την κορυφαία Susan Reynolds). Η θέση που έχω διατυπώσει είναι πως το Βυζάντιο είναι η «πολιτεία των Ρωμαίων», το «κράτος των Ρωμαίων» ή «Ρωμανία». Άλλωστε, οι ίδιοι οι Βυζαντινοί το αποκαλούσαν έτσι και το εννοούσαν ως εθνικό κράτος. Το «γενικότερο θεωρητικό πλαίσιο του Μοντερνισμού» που αναφέρατε λοιπόν είναι πια, εκ θεμελίων, σαθρό. Δυστυχώς όμως ήταν της μόδας όταν το διδάχτηκαν πολλοί βυζαντινολόγοι, που το μεταφέρουν ακόμα στους φοιτητές τους.
Το πρόβλημα εντέλει όμως, δεν είναι τόσο πολύπλοκο. Οι «νεωτεριστές» απλώς δεν διαχωρίζουν τον ορισμό του εθνικού κράτους (τι είναι, δηλαδή) από τις αιτίες του (δηλαδή τις διάφορες ιστορικές συγκυρίες και διαδικασίες μέσα από τις οποίες μπορεί να προκύψει, όπως η βιομηχανοποίηση). Είδαν ότι τα περισσότερα εθνικά κράτη σήμερα ήταν προϊόντα της νεωτερικότητας και κατέληξαν πως εξ ορισμού, εθνικά κράτη είναι αδύνατον να υπήρχαν στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Να όμως που η συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους και της Επανάστασης δεν εξηγείται επαρκώς μέσα από την βιομηχανοποίηση, και ο Gellner δεν ήξερε πώς να τη χειριστεί: τέτοιες περιπτώσεις αποκαλύπτουν τα τυφλά σημεία της “νεωτερικής” θεωρίας. Αν λάβουμε λοιπόν τον νεωτερικό ορισμό του έθνους κατά γράμμα βλέπουμε ότι πολλές προνεωτερικές κοινωνίες πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις. Δηλαδή, βρίσκουμε κοινότητες που έχουν κοινό εθνώνυμο (εδώ το Ρωμαίος), είναι οργανωμένες σε ενιαίο κράτος, όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού μιλάει την ίδια ή τις ίδιες γλώσσες, έχει την ίδια θρησκεία, τηρεί τα ίδια έθιμα και νόμους, έχει γνώση και τονίζει την διαφορά του από άλλα έθνη που το περιβάλλουν, διαμορφώνοντας μια ενιαία και κοινή πολιτεία, όπου το συμφέρον της κοινότητας αποτελεί την ύψιστη μέριμνα των θεσμών, και γενικά αναγνωρίζει ότι η κρατική υπόσταση αποτελεί έκφραση και ιδιοκτησία ενός λαού (π.χ., η πολιτεία των Ρωμαίων, η αρχή των Ρωμαίων, Ρωμανία, ο βασιλεύς να απολογείται τακτικά ενώπιον του λαού, ο λαός να απαιτεί «γνήσιο Ρωμαίο και Χριστιανό» αυτοκράτορα, κ.τ.λ.). Το Βυζάντιο λοιπόν δεν είναι απλά ένα εθνικό κράτος (nation state), αποτελεί υπόδειγμα του είδους.
Προσέξτε, στις κοινωνικές επιστήμες γενικά κυκλοφορούν φαινομενικά έξυπνες θεωρίες που αν τις κοιτάξει κανείς προσεκτικά, είναι όμως απατηλές. Αναφέρομαι στην τάση ορισμένων να επιμένουν πως γενικές έννοιες όπως η «τέχνη», το «κράτος», το «εθνικό κράτος», η «θρησκεία», η «αθεΐα», το «άτομο», η «επιστήμη», η «κοινωνία», η «οικονομία», η «λογοτεχνία», τα «δικαιώματα» και τόσα άλλα είναι αποκλειστικά κατασκευάσματα της νεωτερικότητας που πρέπει να τα αποφεύγουμε, όταν αναφερόμαστε στο μακρινό παρελθόν· ότι είναι δηλαδή ετεροχρονισμένες έννοιες που εισήχθησαν δήθεν με την Μεταρρύθμιση ή τη βιομηχανική επανάσταση ή με άλλο, σύγχρονο τρόπο . Συνήθως αυτά λέγονται για εντυπωσιασμό, προκειμένου να δείξουν διάφοροι πόσο θεωρητικά «ψαγμένοι» είναι και πόσο αφελείς είναι οι υπόλοιποι . Αν κοιτάξουμε όμως πιο προσεκτικά, βλέπουμε πως το κόλπο παίζεται ως εξής: η έννοια ορίζεται εκ των προτέρων με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι σε κάθε περίπτωση νεωτερική, άρα το αποτέλεσμα να προκύπτει από μόνο του: στην περίπτωσή μας, ότι τα εθνικά κράτη είναι προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης και δεν υπήρχαν πριν από το 1750. Έξυπνη η θεωρία μεν και πολύ εντυπωσιακοί οι θιασώτες της, αλλά πρέπει να έχουμε και αντιστάσεις.
Ερώτημα #5
Σ&Π: Άλλος αντίλογος πηγάζει από την θεώρηση του Βυζαντίου ως την «πολυεθνική αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης». Σύμφωνα με αυτήν την θεώρηση, το Βυζάντιο δεν πληροί τις προϋποθέσεις ενός Έθνους-Κράτους των Ρωμαίων, επειδή η Ρωμαϊκή ιδεολογία ήταν περιορισμένη γεωγραφικά στην Κωνσταντινούπολη και κοινωνικά στην άρχουσα κοινωνική τάξη, ενώ οι προνεωτερικές συνθήκες δεν επέτρεπαν τη ρωμαϊκή ομογενοποίηση του ετερογενούς πληθυσμού που ζούσε εντός των συνεχώς μεταβαλλόμενων ορίων της πολιτικής δικαιοδοσίας της Κωνσταντινουπόλεως.
ΑΚ: Ο όρος «πολυεθνική αυτοκρατορία» χρησιμοποιείται για το Βυζάντιο σαν να είναι αυτονόητος. Στην πραγματικότητα, είναι όρος προβληματικός. Για ποια έθνη ακριβώς μιλάμε; Πού είναι αυτά τα «πολλά» έθνη του Βυζαντίου, ας πούμε για παράδειγμα το 930 μ.Χ.; Κανείς δεν μας τα ονομάζει. Τα έθνη αυτά παραμένουν αόριστα και αδυνατεί κανείς να τα εντοπίσει εύκολα στις πηγές. Υπήρχαν βέβαια εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες στο Βυζάντιο, αλλά νομίζω ότι γενικά αποτελούσαν πληθυσμιακά μικρές ομάδες. Αν κοιτάξουμε την αρχαία Περσική αυτοκρατορία, την Οθωμανική, ή την πρώιμη ρωμαϊκή μπορούμε σχετικά εύκολα να διακρίνουμε τους κατακτητές Ρωμαίους από τη μία και τους κατεκτημένους από την άλλη. Ας κοιτάξουμε λοιπόν το Βυζάντιο το 930 μ.Χ.: Έχουμε κάποιους Αρμένιους, κυρίως στην ανατολή, σλαβικές μειονότητες στην Ελλάδα, και οπωσδήποτε μικρές διάσπαρτες εβραϊκές κοινότητες. Ο υπόλοιπος πληθυσμός είναι ελληνόφωνοι ορθόδοξοι Ρωμαίοι. Δηλαδή, έχουμε ένα εθνικό κράτος των Ρωμαίων με κάποιες μειονότητες (όπως σε κάθε εθνικό κράτος), και όχι μια πολυεθνική αυτοκρατορία. Τα πράγματα αλλάζουν οπωσδήποτε μετά το 1018, που έχουμε ολόκληρη τη Βουλγαρία κατεκτημένη (μαζί δηλαδή με τους Βλάχους και τους Αλβανούς), καθώς και διάφορα βασίλεια στην Αρμενία και τη Γεωργία. Τότε η ζυγαριά γέρνει περισσότερο προς την ιδέα μιας πολυεθνικής αυτοκρατορίας, μα και πάλι όχι τόσο, ώστε να δικαιολογεί τον όρο, και εν τέλει προσωρινά. Ακόμα και τότε η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ρωμαίοι, όπως τους έχουμε ορίσει.
Η ιδέα ότι η Ρωμαϊκή ιδεολογία ήταν γεωγραφικά περιορισμένη στην Κωνσταντινούπολη και κοινωνικά προσδιορισμένη στην άρχουσα τάξη πρέπει να εξεταστεί εκ νέου. Φαίνεται ότι είναι παραλλαγή μιας παλιότερης ιδέας, σύμφωνα με την οποία η ρωμαϊκή ιδεολογική (μετ)αμφίεση του Βυζαντίου δεν ήταν παρά ένα διπλωματικό παιχνίδι προπαγάνδας της αυλής χωρίς καμιά απήχηση στον πληθυσμό. Βρισκόμαστε δηλαδή στον χώρο της «άρνησης», με όλες τις ιδεολογικές της αγκυλώσεις. Εξετάζω και απορρίπτω αυτή την ερμηνεία σε ξεχωριστή μελέτη, οπότε εδώ θα περιοριστώ σε λίγες μόνο παρατηρήσεις. Δεν γνωρίζω κανένα βυζαντινό κείμενο που να ισχυρίζεται ότι η ρωμαϊκή ταυτότητα ήταν περιορισμένη μόνο στην Κωνσταντινούπολη και στην άρχουσα τάξη, ενώ υπάρχουν πάμπολλα κείμενα που ρητά αναφέρουν ή υπονοούν το αντίθετο. Θα σας δώσω μερικά παραδείγματα.
Πρώτον, τα κείμενα λένε ότι οι βάρβαροι έπαιρναν Ρωμαίους αιχμαλώτους (χιλιάδες καμιά φορά) από τις επαρχίες που κατέτρεχαν. Πρώτον, αυτοί οι Ρωμαίοι δεν ήταν ελίτ, ούτε ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη. Δεύτερον, έχουμε διαθήκες που απελευθέρωναν δούλους και οι οποίες βεβαιώνουν ρητά πως τους καθιστούν πια «ελεύθερους Ρωμαίους πολίτες». Έχουμε τέτοια κείμενα από την κάτω Ιταλία και τις ανατολικές επαρχίες της μέσης περιόδου. Οι νέοι αυτοί απελεύθεροι Ρωμαίοι πολίτες δεν ήταν μέλη κάποιας ελίτ, ούτε Κωνσταντινουπολίτες.
Τρίτον, πολλά κείμενα χρησιμοποιούν το διπολικό σχήμα «και Ρωμαίοι και βάρβαροι» για να δηλώσουν «όλοι στον κόσμο». Ο μέσος Βυζαντινός, λοιπόν, εμπίπτει στην κατηγορία των Ρωμαίων για τους συγγραφείς αυτούς, επειδή οι βάρβαροι είναι οι εξωτερικοί εχθροί από τους οποίους οφείλει να τους προστατεύσει το κράτος. Τέταρτον, στις πηγές μας οι στρατιώτες του Βυζαντίου αποκαλούνται Ρωμαίοι (σε αφηγήσεις, προσφωνήσεις κτλ.). Το Βυζάντιο είχε πάνω από εκατό χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι ήταν λοιπόν Ρωμαίοι και στρατολογούνταν στην επαρχία. Για ποια ελίτ λοιπόν μιλάμε; Πέμπτον, οι Άραβες εθνογράφοι αποκαλούν τους Βυζαντινούς (όλους) Rum, ακόμα και τους δούλους ή τους κατοίκους και τους μικροτεχνίτες των επαρχιών.
Θα μπορούσα να κάνω πολλές άλλες παρόμοιες παρατηρήσεις με συγκεκριμένα κείμενα, πολλά από τα οποία μας λένε σαφέστατα ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ρωμαίοι. Και καμία πηγή δεν μας λέει ούτε υπαινίσσεται ότι οι Ρωμαίοι ήταν μια μικρή ελίτ στην Κωνσταντινούπολη.
Η μεγάλη δυσκολία βέβαια έγκειται στο ότι δεν έχουμε πηγές που μας δίνουν άμεση πρόσβαση στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, κυρίως στην επαρχία. Μπορούμε να φτάσουμε μέχρι τους τοπικούς ιερείς και τους στρατιώτες στην επαρχία, όπου και βλέπουμε αμείωτη την αποδοχή και έκφραση της ρωμαϊκής τους ταυτότητας. Δεν έχουμε κανένα λόγο να πιστέψουμε ότι ξαφνικά χανόταν πιο κάτω, στα αγράμματα στρώματα. Αλλά ας περιοριστούμε στην ελίτ. Αν η ρωμαϊκή ταυτότητα ήταν όντως περιορισμένη σ´ αυτή την ελίτ, γιατί τα κείμενα της ίδιας της ελίτ μας δίνουν αβίαστα την ακριβώς αντίθετη εικόνα; Με ποιους μηχανισμούς και για ποιους λόγους αναπαρήγαγε μια τέτοια δήθεν πλαστή εικόνα εθνικής ομοιογένειας για χίλια χρόνια; Η απάντηση είναι αντιθέτως ότι τα κείμενα αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα σε αυτό το σημείο. Τα στοιχεία της ρωμαϊκότητας άλλωστε, όπως την ορίζουν τα κείμενα, ήταν διάχυτα στον πληθυσμό: γλώσσα, θρησκεία, το όνομα, κοινωνικές αξίες, κοινός νόμος, φορολογικό σύστημα, στρατός , πολιτεία, κτλ.
Ερώτημα #6
Σ&Π: Στα μέσα του 10ου αιώνα, ο Νικηφόρος Φωκάς εγκαινιάζει μια περίοδο ταχείας επέκτασης που συνεχίζεται από τον Ιωάννη Τσιμισκή και τον Βασίλειο Β΄. Αυτή είναι μια περίοδος όπου μέχρι τότε ξένοι («εθνικοί») πληθυσμοί ενσωματώνονται ταχέως ως υπήκοοι του βασιλέα των Ρωμαίων ή, όπως γράφετε στην σελίδα 294 του HiB «η ενσωμάτωση συνέβαινε ταχύτερα από την αφομοίωση.» Το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα είναι επίσης η περίοδος όπου οι βυζαντινοί συγγραφείς (λ.χ. ο Λέων ο Διάκονος) αρχίζουν να χρησιμοποιούν τον όρο «Ρωμαίοι» με περισσότερο αποκλείουσα σημασία, «καθιστώντας σαφές ότι δεν ήταν Ρωμαίοι όλοι οι υπήκοοι του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης» (τα λόγια σας στη σλδ 393 του άρθρου σας στο βιβλίο Two Romes: abundantly clear that not all subjects of the emperor in Constantinople were Romans). Για παράδειγμα, ο Λέων ο Διάκονος γράφει ότι μόλις ο Νικηφόρος Φωκάς ολοκλήρωσε την κατάκτηση του αραβικού εμιράτου της Κρήτης εγκατέστησε στο νησί «φατρίες Αρμενίων, Ρωμαίων και συγκλύδων ανδρών» ([2.8] καὶ τὴν νῆσον ἐξημερώσας ἅπασαν, Ἀρμενίων τε καὶ Ῥωμαίων καὶ συγκλύδων ἀνδρῶν φατρίας ἐνοικισάμενος). Το ερώτημα, λοιπόν, είναι: αυτή η αποκλείουσα ρωμαϊκή ταυτότητα που εμφανίζεται στις πηγές του 10ου αιώνα ήταν: (α) καινοτομία του ύστερου 10ου αιώνα και αντίδραση στην ταχεία ενσωμάτωση διαφορετικών «άλλων» ή (β) προϋπήρχε και στις πρωιμότερες περιόδους αλλά η ταχεία ενσωμάτωση «άλλων» ώθησε τους συγγραφείς να την εκφράσουν καθαρότερα;
ΑΚ: Η σωστή απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι σίγουρα η δεύτερη. Η διάκριση μεταξύ των Ρωμαίων και των άλλων μελών εθνοτικών ομάδων που τύχαινε να υπηρετούν τον αυτοκράτορα με κάποιο αξίωμα (συνήθως στρατιωτικό) δεν ήταν ένα φαινόμενο του ύστερου δέκατου αιώνα. Ήταν σίγουρα κάτι που τονίζεται στην συγκεκριμένη περίοδο, εξαιτίας των κατακτήσεων, καθώς υπήρχαν περισσότεροι μη-Ρωμαίοι εντός των ορίων της ρωμαϊκής επικράτειας, αλλά δεν άλλαξε ριζικά τη φύση της βυζαντινής πολιτείας. Ήταν κάτι που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα της Βυζαντινής-Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από την αρχή. Για παράδειγμα, μπορείτε να βρείτε τις ίδιες ακριβώς εκφράσεις στον Προκόπιο, όταν μιλάει για τις διάφορες μονάδες του αυτοκρατορικού στρατού : τόσοι Ρωμαίοι, τόσοι Ούννοι, κ.λπ. Το ίδιο βρίσκουμε επίσης στον Πορφυρογέννητο, όταν έστειλε ένα μήνυμα στο στρατό το 958, πριν ακόμη πραγματοποιηθούν οι μεγάλες κατακτήσεις, όπου υπενθύμιζε στους αξιωματικούς του ότι υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες βαρβάρων που μάχονταν δίπλα τους (μοῖραί τινες τῶν τοιούτων ἐθνῶν μεθ’ ὑμῶν συνεξεστράτευσαν) κι ότι έπρεπε να πολεμήσουν γενναία ώστε να τους εντυπωσιάσουν με το θάρρος «του λαού μας … του ρωμαϊκού λαού … τῶν ὁμοφύλων ἰσχὺς… τοῦ Ῥωμαϊκοῦ γένους ὑπέρμαχοι». Επιπλέον, σε παλαιότερα κείμενα, οι Ρωμαίοι και οι Αρμένιοι συχνά αντιμετωπίζονται ως εθνικά διαφορετικοί λαοί. Έτσι, δεν νομίζω ότι αυτή η αντίληψη ήταν μια εξέλιξη του ύστερου δέκατου αιώνα, αλλά τότε έγινε πιο αναγκαίο να υπάρξει η διάκριση μεταξύ των αυτοκρατορικών υπηκόων, που ήταν Ρωμαίοι, και εκείνων που δεν ήταν. Οι αφηγηματικές πηγές επικεντρώνονται στο στρατό, κι αυτό εκφράζεται μέσω των «εθνικών» μονάδων που συγκροτούνται εκεί.
Ερώτημα #7
Σ&Π: Σε πηγές του 8ου και του 9ου αιώνα ο όρος «Χριστιανοί» χρησιμοποιείται ως εναλλακτικό υποκατάστατο του όρου «Ρωμαίοι» ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, ο όρος «Χριστιανοί» απαντά εκεί που, σύμφωνα με τη θεωρία σας, θα περιμέναμε να βρούμε τον όρο «Ρωμαίοι». Μπορείτε να σχολιάσετε αυτη την εναλλαγή;
ΑΚ: Σωστή παρατήρηση. Όμως “Χριστιανός” και “Ρωμαίος” δεν ήταν ποτέ ταυτόσημοι όροι. Ο πρώτος παρέπεμπε στην πίστη και την εκκλησία, ο δεύτερος στην πολιτική και εθνική ταυτότητα, άρα στην πολιτεία. Υπάρχουν βυζαντινά κείμενα που εξηγούν την διαφορά, δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο ζήτημα. Έτσι, υπήρχαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί που δεν ήταν υποχρεωτικά Ρωμαίοι (π.χ. οι Ίβηρες, στην αρχή οι Φράγκοι, αργότερα οι Βούλγαροι και άλλοι), και αντιστοίχως, Ρωμαίοι που δεν ήταν Χριστιανοί (π.χ. οι αρχαίοι Ρωμαίοι, ή ακόμα και συγγραφείς προσφιλείς στους Βυζαντινούς όπως ο Δίων Κάσσιος). Παρά την εννοιολογική αναντιστοιχία όμως, στο Βυζάντιο υπάρχει επικάλυψη, δηλαδή οι Ρωμαίοι ήταν και Χριστιανοί (τα δύο σύνολα ήταν μερικώς επικαλυπτόμενα). Στην πράξη όμως, οι δύο όροι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εκ περιτροπής. Αυτό συνέβη κυρίως τον 7°, 8°, και 9° αιώνα, όταν η Ρωμανία αντιμετώπιζε εχθρούς μη-Χριστιανικούς σε όλα τα μέτωπα: Αβάρους, Σλάβους, Βουλγάρους, Άραβες κ.α. Οι αυτοκράτορες σκόπιμα τόνιζαν την θρησκευτική ταυτότητα μαζί με την εθνική για να τονώσουν το αίσθημα του αγώνα επιβίωσης που δινόταν. Το παραδέχεται ανοικτά ο Λέοντας ο Σοφός στα Τακτικά του.
Με τον εκχριστιανισμό των Βουλγάρων όμως, δίνεται πιο μεγάλη έμφαση στη Ρωμαϊκή ταυτότητα. Δείτε για παράδειγμα στα Τακτικά τι αναφέρει ο Λέοντας για τους Βούλγαρους: πρώτον, δεν θέλει οι δύο λαοί να μάχονται «ἵνα μὴ ἑκόντες Ῥωμαῖοι Χριστιανοὶ Χριστιανῶν Βουλγάρων αἵμασι χραίνοιντο» (18.40), και μετά λέει ότι από τον εκχριστιανισμό τους και δώθε οι Βούλγαροι «καὶ τοῖς Ῥωμαϊκοῖς ἐπ’ ὀλίγον μετεβάλλοντο ἤθεσι, τότε τὸ ἄγριον καὶ νομαδικὸν τῷ ἀπίστῳ συναποβαλόντες» (18.59). Την ίδια περίοδο, ο πατριάρχης Νικόλαος μιλάει για δυο διαφορετικά γένη, τους Ρωμαίους και τους Βουλγάρους, που ήταν και οι δύο Χριστιανοί ορθόδοξοι. Η θεωρία λοιπόν ότι για τους Βυζαντινούς το Ρωμαίος και το Χριστιανός ήταν έννοιες ταυτόσημες είναι παντελώς λανθασμένη. Υπήρχε μόνο παροδική επικάλυψη, από τον 7° ως τον 9° αιώνα, όταν η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε παντού άπιστους εχθρούς.