Αρχαία Θεισόα - Λάβδα
- ️Βασίλης
- ️Tue Sep 19 1843
Η Θεισόα
είναι ένα xωριό της
επαρχίας Ολυμπίας
του νομού
Ηλείας (χάρτης). Μέλος του Δήμου
Ανδρίτσαινας - Κρεσταίνης.
Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τον νομό
Αρκαδίας. Είναι
χτισμένη σε
υψόμετρο 510 μέτρα,
στις ανατολικές πλαγιές του όρους Μίνθη,
πάνω σε μικρό λόφο το Κεραύσιο όρος.
Έχει
εδαφική
επιφάνεια 14
τετρ.
χιλιομέτρων και
πληθυσμό: 52
(2024),89 (2011), 129 (2001), 198 (1991), 134 (1981), 178 (1971), 286 (1961),
355 (1951), 462 (1940), 484 (1928), 523 (1907), 596 (1896), 549 (1889),
592 (1879), 514 (1861), 621 (1853), 553 (1846), 422 (1830), 146
(Απογραφή
1700
), 101 (1689).
Το 1853 το χωριό έρχεται δεύτερο σε πληθυσμό στον δήμο Ανδριτσαίνης με 621 κάτοικους και 125 οικογένειες. Η Ανδρίτσαινα είχε 1753 κατοίκους το Δραγουμάνον 644 και το Μάτεσι 507. Τα Ελληνικά. Ι. Ραγκαβή Τόμος β.
Το χωριό κείται στην θέση της αρχαίας Θεισόας κοντά στο Λυκαίον όρος (1421μ). Βρίσκεται βορειοανατολικά της Ανδρίτσαινας, στο σύνορο με τον Νομό Αρκαδίας, που τους χωρίζει ο ποταμός Αλφειός. Η αρχαία κώμη Θεισόα χτίστηκε σε υψόμετρο 252 μέτρων στην αριστερή όχθη του Αλφειού, στον λόφο Λάβδα που δεσπόζει στις πλαγιές του Κεραυσίου όρους. Πίσω από τον λόφο βρίσκεται η κοιλάδα της Σουλτίνας, την οποία διαρρέει ο ποταμός Μυλάων. Βρίσκεται ανάμεσα στην Ανδρίτσαινα και την Καρίταινα, κοντά στο σύγχρονο ομώνυμο χωριό στην νότια Ηλεία. Κατά τον Παυσανία, η θέση της Αρχαίας Θεισόας, η οποία τοποθετείται παρά τον Ποταμό Μυλάωνα και ήταν ερειπωμένη στα χρόνια του, συμπίπτει με την θέση της σημερινής (Παυσ. Αρκαδία Λ-Η ). Οι Θεισοάτες αναφέρονται σαν το αρχαιότερο γένος των Παρρασίων Αρκάδων και ήταν γνωστοί για την ευσέβεια, καλοσύνη, απλότητα και λιτότητά τους.
γῆ ἐστιν ἡ Θεισοαία: οἱ δὲ ἄνθρωποι μάλιστα οἱ ταύτῃ νύμφην τὴν Θεισόαν ἄγουσιν ἐν τιμῇ. διὰ δὲ τῆς χώρας τῆς Θεισοαίας ῥέοντες ἐμβάλλουσιν ἐς τὸν Ἀλφειὸν Μυλάων.Στην κορυφή του παρακείμενου λόφου είναι χτισμένο το μεσαιωνικό κάστρο της Αγίας Ελένης. Υπάρχουν επίσης και αρχαία κτίσματα. Η μικρή τετραγωνική της ακρόπολη, περιμέτρου 500 μέτρων, είναι κτισμένη με ογκώδεις τοπικούς λίθους, όπως εκείνους που παρουσιάζουν πολλές αρχαίες ακροπόλεις, οι λεγόμενες Πελασγικές. Τα τείχη της κυρίως εσωτερικής Ακροπόλεως, καθώς και τα μετά επάλξεων τείχη του περιβόλου διατηρούνται σε καλή σχετικώς κατάσταση. Εντός του εσωτερικού τείχους ευρίσκονται θεμέλια μικρού ναού από λεπτούς, με 20 ραβδώσεις κίονες, από κιονόκρανα και μετώπες τα οποία φέρουν όλα τις διακριτικές διακοσμήσεις του δωρικού ρυθμού. Φαίνεται ότι το μικρό αυτό ιερό είναι σύγχρονο του ναού του Επικουρείου Απόλλωνος των Βασσών. (430-429 π.χ.)
Το Κάστρο της Αγίας Ελένης είναι φράγκικο κτίσμα του 13ου αιώνα όπου ερείπια του σήμερα σώζονται στην περιοχή. Κτίστηκε από τον Ούγκο ντε Μπρυγέρ στον οποίο αποδόθηκε η βαρωνία της Καρύταινας με 24 φέουδα.
![]() |
Στο
ψηλότερο
σημείο της
Ακροπόλεως
παρατηρούνται
τείχη κτιρίου
νεωτέρων χρόνων.
Ήταν ένα από τα κάστρα του Βαρώνου
της Καρύταινας (1209-1275 μ.χ.)
κτισμένο στον τότε "δρόγω των Σκορτών" για να ελέγχει το
πέρασμα της Ανδρίτσαινας. Ήταν χτισμένο πάνω σε αρχαία ερείπια, ο λόφος
στην αρχαιότητα ήταν η οχυρωμένη ακρόπολη της κοντινής αρχαίας Θεισόας
Οι Φράγκοι ανασκεύασαν το αρχαίο τείχος και πρόσθεσαν πύργους κι άλλα
οχυρωματικά έργα. Χτίστης του αναφέρεται ο Ούγκο
ντε Μπρυγέρ πρώτος
βαρόνος της Καρύταινας που κατέλαβε τον οικισμό που υπήρχε εκεί το 1209.
Στο εσωτερικό του έκτισαν και την λατινική εκκλησία της Αγίας Ελένης
(Sainte Hellene) από την οποία ονομάστηκε και το κάστρο.
Το χρονικό του
Μορέως. Το 1302 οι κάτοικοι της περιοχής
εξεγέρθηκαν εναντίον του πρίγκιπα του Μοριά Φίλιππου της Σαβοΐας, γιατί
τους επέβαλε βαρύτατη φορολογία, με νικηφόρα αποτελέσματα υπέρ των
Ελλήνων. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (του Δεσποτάτου του Μυστρά) πολιόρκησε το κάστρο και το κατέλαβε. Αναφέρεται ότι το βρήκαν με μικρή φρουρά και αφού πρώτα έβαλαν φωτιά έπειτα το κατέστρεψαν εντελώς. |
Τα τελευταία χρόνια της Τουρκικής κατοχής πριν το 1821, από την περιοχή πέρασε ο περιηγητής, αντισυνταγματάρχης W. Leake. Ο Λικ κατέγραψε 300 σπίτια στο Φανάρι, που εκτός από μερικούς μαγαζάτορες, υπάλληλους και καλλιεργητές γης είναι όλοι Τούρκοι. 500 σπίτια στην Ανδρίτσαινα όλοι Χριστιανοί και 200 οικογένειες στην Καρύταινα όπου περισσότερες από 20 είναι Τουρκικές. Βρήκε δύο χωριά με το όνομα Λάβδα (το πάνω και το κάτω χωριό) με περίπου 40 σπίτια και τα δυο μαζί. Ανέβηκε στο κάστρο της Αγίας Ελένης. Η ακρόπολις ήταν κυκλική και είχε περίπου 130 μέτρα διάμετρο χωρίς πύργους. Στο εσωτερικό υπήρχε ναός με επτά δωρικές κολώνες διαμέτρου 0.45 μέτρα Υπήρχε μια τεράστια τετραγωνική πέτρα με μιά επίσης τετραγωνική ανασκαφή επάνω της. Υπήρχε ένας κυκλικός πύργος κοντά στην μια γωνία της ακροπόλεως και όπως του είπε ένας χωριάτης ήταν μύλος αλλά όπως λέει αυτός, ίσως ήταν ένας πύργος που χρησίμευε για να στέλνουν σινιάλα επικοινωνίας μεταξύ του κάστρου της Καρύταινας και εκείνου της Ζακκούκα στο φαναρίτικο βουνό που κατασκευάστηκαν την ίδια περίοδο. Travels in the Morea,by William Martin Leake.
Στο συνοικισμό Τσουράκι (Τουρκ. μικρή καλύβα) της Κοινότητας Αγίου Σώστη, κοντά στο Κοτύλιο, υπάρχουν κατάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέρη αρχαίων ναών και οικοδομημάτων με περίβολον τείχους, σπόνδυλοι κιόνων, επιγραφές, πλάκες και λαξευτοί λίθοι. Το 1966 κατά την κατασκευή του δρόμου Θεισόα -Μάτεσι αποκαλύφθηκε νεκροταφείο, ίσως των Ελληνιστικών χρόνων στην θέση Μάρμαρα, του ποταμού Μυλάωνος. Ο ποταμός Μυλάων, πηγάζει από το Λύκαιο όρος και χύνεται στον Αλφειό κοντά στο χωριό Σέκουλα. Στο ποτάμι σώζεται ένα πέτρινο τοξωτό γεφύρι, το Πετρογέφυρο. Ο Ποταμός Νέδα, πηγάζει από το όρος Κεραύσιο, διατρέχει το βόρειο τμήμα του νομού από ανατολικά προς τα δυτικά και εκβάλλει στον Κυπαρισσιακό Κόλπο. Ο ποταμός αποτελεί φυσικό όριο μεταξύ των νομών Μεσσηνίας και Ηλείας.
Η Θεισόα πήρε το όνομα της από την νύμφη Θεισόα (αυτή που έσωσε τον θεό). Κατά μία άλλη μυθολογική εκδοχή ο Θεισοεύς ήταν πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, αρχαίος Αρκάδας επώνυμος ήρωας της αρχαίας πόλης Θεισόας. Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους 50 γιούς του Λυκάονα που ήταν υιός του Πελασγού και της νύμφης Κυλλήνης ή της Ωκεανίδας Μελίβοια.
Στην ελληνική μυθολογία η Θεισόα ήταν η πρώτη και γεροντότερη από τις Νύμφες που ανέθρεψαν τον Δία όταν αυτός ήταν βρέφος. Κατά την αρκαδική μυθολογική παράδοση, η Ρέα παρέδωσε τον Δία σε τρεις Νύμφες: την Αγνώ, τη Θεισόα και τη Νέδα. Αυτές τον έλουσαν στον ποταμό Γορτύνιο (Λούσιο) και τον μεγάλωσαν μέσα σε ένα σπήλαιο του όρους Λυκαίου. Η αρχαία Θεισόα μαζύ με τις πόλεις Αλιφείρα Γόρτυνα και Λυκόα συγκροτούσαν την Αρχαία Παρρασία που ιδρύθηκε από τον Παρράσιο τον γυιό του Λυκάονα. Στη Παρρασία ανήκει η κορυφή Διαφόρτι, του όρους Λυκαίου (Δια+φέρω δηλαδή πέρασμα του Διός), όπου γεννήθηκε ο Δίας, αλλά και ο τραγοπόδαρος αρκαδικός Θεός ο Παν. Στα δάση και στα ποτάμια της έπαιζε τον αυλό του και χόρευε με τις Δρυάδες, τις Αμαδρυάδες και τις Νεράιδες.
« το όρος εστί το Λύκαιον καλούσι δε αυτό και Όλυμπον, και Ιεράν γε έτεροι των Αρκάδων κορυφήν. Τραφήναι δε τον Δία φασίν εν τω όρει τούτω και χώρα τε εστίν εν Λυκαίω Κρητέα καλουμένη - αύτη δε η Κρητέα εστίν εξ' αριστεράς Απόλλωνος άλσους επίκλησιν Παρρασίου - και την Κρήτην ένθα ο Κρητών έχει λόγος τραφήναι Δία, το χωρίον τούτο είναι, και ου δια την νήσον, αμφισβητούσιν οι Αρκάδες». Παυσανίας.
Η αρχαία Αρκαδία περιελάμβανε τις επαρχίες, Μαντινείας, Γορτυνίας, Μεγαλοπόλεως, τη βόρεια Κυνουρία, την επαρχία Καλαβρύτων, τα δυτικά της Κορινθίας και της Αργολίδας, τμήμα της Ολυμπίας, τμήμα της Ηλείας και τη Λακωνική Αράχωβα. Οι Αρκάδες θεωρούντο αυτόχθονες και γι' αυτό ελέγοντο Προσέλληνες δηλαδή αυτοί που γεννήθηκαν πριν γεννηθεί η Σελήνη, ή Προέλληνες (πριν από τους Έλληνες). Υπήρχε δηλαδή εποχή που η γη ήταν μόνη της στο διάστημα χωρίς τον φυσικό της δορυφόρο! Πίστευαν ότι στη χώρα τους γεννήθηκαν οι σπουδαιότεροι των Θεών, Ζεύς, Ποσειδών,΄Ήρα (Στυμφαλία), Ερμής (Κυλλήνη) και ο ποιμενικός Πάνας.
«Εν δε σε Παρρασίω Ρείη τέκεν, ήχι μάλιστα. Έσκεν όρος θάμνησι περισκεπές, ένθεν ο χώρος Ιερός ». Ορφικός Ύμνος.
Μετά από την Γορτυνία και διαβαίνοντας τον Αλφειό ποταμό μπαίνουμε στην Παρρασία. Η Παρρασία περιελάμβανε τη σημερινή Νότιο Γορτυνία, δηλ. το όρος Ερύμανθο (νότιες πλαγιές του), τη Φολόη, το βαθούλωμα της Ηραίας, την οροσειρά του Λυκαίου έως τη Μίνθη και το Οροπέδιο της Μεγαλοπόλεως. Στην Παρρασία ανήκαν η Μαινάλιος Θεισόα στην Καρκαλού, η Τεύθις στη Δημητσάνα, η Λυκόσουρα, η Λυκαία Θεισόα στου Λάβδα, η Φυγαλεία πίσω από την Ανδρίτσαινα, οι Βάσσες, η Αληφήρα, η Ηραία, η Γορτυνία. Στην παλαιά πόλη Φηρή, κοντά στο σημερινό χωριό Παλαιόκαστρο, εντοπίστηκε και το μεγαλύτερο μυκηναϊκό νεκροταφείο της Ανατολικής Μεσογείου. Εκεί βρέθηκε και το Νεκρομαντείο του 1200 π.χ., το οποίο ο Όμηρος περιγράφει στη λ΄ ραψωδία. «Παρρασίην ενέμοντο των ήρχ΄Αγκαίοιο παις κρείων Αγαπήνωρ εξήκοντα νεών, πολέες δ΄εν νηί εκάστη Αρκάδες άνδρες έβαινον επιστάμενοι πολεμίζειν». Ιλιάδος Β΄ στ. 591.
Οι Θεισοάτες πήραν μέρος στον τρωϊκό πόλεμο μαζί με τους αρκάδες. Δέκα αρκαδικές πόλεις συντάχθηκαν με τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Αρχηγός των Αρκάδων ήταν ο Αγαπήνωρ (Ιλιάς, Β 609), με 60 πλοία που του παραχώρησε ο Αγαμέμνονας, αφού η Αρκαδία δεν είχε ναυτικό. Ο Αγαπήνωρ (Αγαπήνωρ < ἀγαπώ + ἠνορέη (ανδρεία), «αυτός που εκτιμά την ανδρεία») ήταν ο 10ος βασιλιάς της αρχαίας Αρκαδίας, πρωτεύουσα ήταν η Τεγέα. Ήταν γιος του αργοναύτη Αγκαίου και εγγονός του Λυκούργου. Αναφέρεται και ως ένας από τους πολεμιστές που κρύφτηκαν μέσα στον Δούρειο Ίππο. Κατά τον Όμηρο και τον Παυσανία ίδρυσε την Πάφο. «Ἀγαπήνωρ δὲ ὁ Ἀγκαίου τοῦ Λυκούργου μετὰ Ἔχεμον βασιλεύσας ἐς Τροίαν ἡγήσατο Ἀρκάσιν». Παυσανίας (Η 5, 2).
Οι Δέκα Αρκαδικές πόλεις. Η Φενεός.
Σήμερα διοικητικά ανήκει στο νομό Κορινθίας. Η Κυλλήνη. Επίνειο της αρχαίας Ήλιδας, Το 1204 οι Φράγκοι δημιούργησαν μια νέα πόλη, την Γλαρέντζα. Ο Ορχομενός Βρίσκεται κοντά στο χωριό Λεβίδι. Η Ρίπη Πιστεύεται ότι βρίσκεται στην περιοχή της Δάφνης. Η Στρατίη. Η Ενίσπη Η θέση τους είναι άγνωστη και δεν έχει ταυτιστεί ακόμα. Η Τεγέα Εδώ είχε γεννηθεί ο Πάνας. Αργότερα στη θέση της χτίστηκε το Νύκλι που αποτέλεσε Βαρωνία κατά την Φραγκοκρατία. Η Μαντίνεια. Βρισκόταν στα σύνορα της Αργολίδας, Η Στύμφηλος, Η σημερινή Στυμφαλία. «Οἳ δ᾽ ἔχον Ἀρκαδίην ὑπὸ Κυλλήνης ὄρος αἰπὺ Αἰπύτιον παρὰ τύμβον ἵν᾽ ἀνέρες ἀγχιμαχηταί, οἳ Φενεόν τ᾽ ἐνέμοντο καὶ Ὀρχομενὸν πολύμηλον ῾Ρίπην τε Στρατίην τε καὶ ἠνεμόεσσαν Ἐνίσπην». Η Παρρασίη, Ένα από τα 4 προϊστορικά κράτη της Αρκαδίας πρωτεύουσά του ήταν η αρκαδική πόλη Φαρά, Φαραία, Φηρή, κοντά στην Καλαμάτα για την οποία κάνει ευρύτατο λόγο ο Όμηρος στα έπη του.Το 370 π.χ. πολλοί κάτοικοι μεταφέρθηκαν εκόντες άκοντες στην Μεγαλόπολη που ίδρυσε ο Επαμεινώνδας και βοήθησαν στην οργάνωση της πόλης. Έτσι η Θεισόα ερημώθηκε πολύ νωρίς και την εποχή του Παυσανία ήταν ήδη μια έρημη πόλη. Δύο πόλεις της περιοχής φέρουν το ίδιο όνομα
η Μαινάλιος Θεισόα στην Καρκαλού και η Λυκαία Θεισόα.
Το σημερινό χωριό Θεισόα ιδρύθηκε την βυζαντινή εποχή περίπου όταν την αυτοκρατορία την είχε η Δυναστεία των Κομνηνών (1057 - 1185). Τα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081 – 1118) που ήταν ελληνικής καταγωγής,, η Πελοπόννησος βρισκόταν μετά από αιματηρούς πολέμους και ο πληθυσμός της είχε ελαττωθεί δραματικά. Κάποιες περιοχές είχαν γίνει αντικείμενο αποικισμού από τους Σλάβους.. Έτσι για να ενισχυθεί κυρίως το Ελληνικό στοιχείο χαρίστηκαν, λαμβάνοντας «πρόνοιες» με χρυσόβουλα του 1082, ολόκληρες περιοχές σε πλούσιους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως -- Μάτεση, Λάβδα, Σκλήβα, Κάρμη, Σέκουλα, Μπελούση, Μπάρτζη κ.α.-- που ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή.
Την εποχή αυτή οι αρχαίοι Έλληνες έχουν αποκατασταθεί στα μάτια των λογίων της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ για πολλούς αιώνες δεν ήταν παρά οι δυσσεβείς άπιστοι του παρελθόντος. Τελευταίος ιεροφάντης την Ελευσινίων Μυστηρίων ο Ευμολπίδης Νεστόριος (400 μ.χ.) είναι εκείνος που ανήγγειλε την "αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα". Οι μεγάλοι διωγμοί των Ελλήνων Εθνικών ανήκουν στο παρελθόν και τότε βρίσκουμε τους πρώτους βυζαντινούς λόγιους που υποστηρίζουν την ελληνική εθνοτική ταυτότητα. Η Υστεροβυζαντινή Περίοδος (1081-1453) αντιστοιχεί στη φάση της «Ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» και θα δημιουργηθεί ο Νέος Ελληνισμός..
Στο χρονικό διάστημα 1685–1715 η Πελοπόννησος βρισκόταν στη κατοχή των Βενετών, οι οποίοι την είχαν χωρίσει σε 4 διοικητικές περιφέρειες, της Ρωμανίας, Μεσσηνίας, Αχαΐας και Λακωνίας. Είχαν επίσης δημιουργήσει και 24 διαμερίσματα. Δύο από αυτά αφορούν τη περιοχή της Ηλείας και είναι τα διαμερίσματα της Γαστούνης και του Φαναρίου. Το πρώτο υπαγόταν στη περιφέρεια Αχαΐας και το δεύτερο στη περιφέρεια Μεσσηνίας. Αυτό που χώριζε τις δύο περιφέρειες αλλά και τα δύο διαμερίσματα ήταν ο Αλφειός ποταμός. Η Πελοπόννησος έιχε 1498 χωριά κατοικούμενα, 302 χωριά κατεστραμμένα, 135 μοναστήρια, 46157 οικογένειες, 190.653 κατοίκους (49.491 η Αχαΐα , 40.829 η Ρωμανία , 54.073 η Μεσσηνία , 46.260 η Λακωνία). Το διαμέρισμα Φαναρίου έχει 64 χωριά κατοικούμενα, 6 χωριά κατεστραμμένα, 1458 οικογένειες, 6268 κατοίκους. (Απογραφή Grimani)
Στο επίσημο βενετικό έγγραφο της Β' Βενετοκρατίας (1702) BREVE DESCRITTIONE DEL REGNO DI MOREA αναφέρεται: Fanari Fortezza(Φανάριον) Ville. Andrizzena(Ανδρίτσαινα), Xero Caritena, Bezzi(Μπεσχίνι-Σχίνοι), Palati(Παλάτος), Metesi(Ματέσιον), Carmi(Κάρμιον), Cuzzochiera(Κουτσοχέρα), Masi(Μάζι-Σκιλλουντία), Calivia(Καλιβάκια), Mandrissa(Μουνδρίζα-Γρύλλος), Grica(Γραίκας), Vrina(Βρίνα), Chrestena(Κρέστενα), Rissouo(Ρίζοβον-Κρουνοί), Catu Macrissia(Μακρίσια), Xerocori(Ξηροχώριον), Cambothecra(Κουμουθέκρας), Seliua(Σκλήβα-Μηλέα), Trupes(Τρύπες), Psatià, Lauda(Λάβδα-Θεισόα), Plationà(Πλατάνα), Brumasi(Μπρουμάζι-Διάσελλα), Arambegliona(Αμπελιώνα), Bereclades(Μπερέκλα-Νέδα), Agiossosti(Αγιος Σώστης), Catrachi, Leuistena(Λινίσταινα), Zegoloua(Ζελέχοβα-Αμυγδαλέαι), Crouuzzi, Delga(Βέλγα-Πέτρα), Dragoi(Δραγώνιον), Curfizzes, Clisna, Artizza, Casal d' Artizza, detto Calidi, Sirassi, Belussi(Μπελούσι-Συκέσι), Selirù(Σκληρός), Rouia(Ρόβια), Agulinizza(Αγουλινίτσα-Επιτάλιον), Alupocori(Αλποχώρι-Αγρίδιον), Marina(Μαρίνα), Rouus di Marina, Cacaletri(Κακαλέτριον), Auandoma, Staffini (Στάσιμον), Copanizza(Άνω Κοπανίτσα-Κρυονέριον), Pisco pirgo, Rassà, Apanu Macrisia, Cognia, Volanza(Βολάντζα-Αλφειούσα), Zacca(Ζάχα-Καλλιθέα), Cuzzi(Κούτσι-Χελιδόνιον), Barzi(Μπάρτζι-Δαφνούλα), Carazaferi, Bisbardi(Μπιτζιμπάρδι-Τρυπητή), Veruena, Ambaria, Caruunari, Zoruanzì(Τσουρβατζή-Αρήνη), Longo(Λογγόν).
Κατά την Β΄ τουρκοκρατία στην περιοχή δρούσαν κλέφτες και αρματωλοί, αναφέρεται η οικογένεια Τσιλίκα και ο Αγγελής Λαβδιώτης(1). Στα τέλη του 18ου αιώνα ο Τσιλίκας σκότωσε στου Λάβδα έφιππο οθωμανικό απόσπασμα με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του να φύγουν για το χωριό Σκάλα Οιχαλίας. Πολλοί από αυτούς αργότερα επέστρεψαν στο χωριό. Το 1769 οι κάτοικοι της περιοχής έλαβαν μέρος στην επανάσταση του Ορλώφ υπό την αρχηγία του Αναστάση Χρήστου , με αποτέλεσμα να καεί η πόλη της Ανδρίτσαινας και η Σχολή της από τους Αρβανίτες.
Την εποχή της τουρκοκρατίας η Θεισόα, είχε το όνομα Λάβδα, το οποίο προέρχεται από την Βυζαντινή εποχή, όπου η περιοχή ανήκε στην Βυζαντινή Οικογένεια Λάβδα. Κατά την ενετοκρατία ήταν κεφαλοχώρι της επαρχίας Φαναρίου του νομού Μεσσηνίας και στην απογραφή των Ενετών το 1689 είχε 101 κατοίκους. Εις την επαρχία αυτή υπήρχαν την εποχή της επαναστάσεως περίπου 2.400 οικογένειες και περίπου 590 οθωμανικές με τους κατοίκους της Τζάχα και άλλων διαφόρων κωμών. Στις 29 Μαΐου 1915 εγκρίνεται, μετά την υπαριθμόν 27 π. ε. πράξην του κοινοτικού συμβουλίου - ίνα η κοινότης Λάβδα μετονομαστή σε "κοινότης Θεισόας". Εφημερίδα της Κυβερνήσεως α. φ. 208 αρ. 22558
Χωριά και οικισμοί που υπάγονταν στην επαρχία Φαναρίου την περίοδο της επανάστασης του 1821.
Αγιοσώστης, Κρέσταινα, Πέλγα, Αλή Τζελεπή, Λάβδα,
Πλατιάνα, Αμπάρια, Λαδικάκι, Ράφτη, Αμπελάκια, Λαδικού, Ρίσοβος,
Ανδρίτσαινα, Λινίσταινα, Ρόβια,
Ανεμοχωράκι, Ανεμοχώρι, Λόγκος,
Μάζι, Ρογκοζιό(Αλιφείρα), Βέλγω, Μακρύσια, Σέκουλα, Βρίνα, Μαρίνα, Σελίβα,
Βρύση, Μάτεσι, Σερβοτά, Γκρέκα, Μαχαλάς, Σίμου, Γρύπες, Μούντριζα,
Σκληρού, Δραγουμάνου, Μπαμίκου, Σμέρνα, Δραγώγι, Μπάρτζι, Στάσιμη,
Δραΐνα, Μπελούσι, Τζάχα, Ζαχάρω, Μπεράκου, Τζελέχοβα, Ίσαρη,
Μπέρεκλα, Τζορβατζή, Κακαλέτρι, Μπέχρου, Τζορμπατζάκι, Καλυβάκια,
Μποζομπάρδι, Τόγια, Κάρμι, Μποτιά, Τρύπες, Κοπανίτζα, Μπρουμάζι,
Φανάρι, Κουμουθέκρα, Νίβιτζα, Φτελιά, Κουτζοχέρα, Ξεροχώρι,
Ψαθιά, Κουτσοχώρι, Παλάτου, Κράνα, Παλιοφάναρο.
Ο συνολικός πληθυσμός της Πελοποννήσου το 1821 ήταν 400 000 Έλληνες και 40 000 Τούρκοι. Μετά την επανάσταση το έτος 1823 οι Τούρκοι είχαν απομείνει μόνο 10 200 στην Πάτρα, 1 800 στο κάστρο την Κορώνης και 4 500 στο κάστρο της Μεθώνης. Η υπόλοιπη Πελοπόννησος είχε 0 Τούρκους και η επαρχεία του Φαναρίου είχε 36 οικισμούς με 7 500 Έλληνες και 0 Τούρκους.
Οπλαρχηγοί της επαρχίας υπήρξαν πρώτοι και επίσημοι ο Τζανέτος Χριστόπουλος και ο Νικόλας Ζαριφόπουλος από την Ανδρίτσαινα, ο Αθανάσιος Σιόρης από Ίσαρι, ο Παναγιώτης Κατριμπάνος, ο Μήτρος Τζαβέλας από Δραγώγι. Καπεταναίοι υπήρξαν ο Πέτρος Μποσνάκης, ο Θεόδωρος Γκρετζώτης , ο Βασίλειος Σακελλαρίου από Ανδρίτσαινα, νέος με παιδεία και τολμηρός με ενθουσιασμό, (φονευθέντες στην μάχη του Λάλα και μαζί με αυτούς περίπου 40 αλλού αναφέρεται ότι φονεύθηκαν 130 Φαναρίται), ο Αθανάσιος Μποσνάκης, ο Παναγιώτης Λιμπερόπουλος από Μάτεση, ο Δημήτρης Τζούνης, ο Σπύρος Γκούμας, ο Πέτρος Κανελλόπουλος, ο Αναγνώστης Αναγνωστόπουλος, ο Αντώνιος Βενετζανόπουλος, ο Νικόλαος Αθανασίου, ο Αθανάσιος Μοτράκης, ο Αγγελής Κοσμάς, ο Αναστάσιος Τσάμπρας, ο Αθανάσιος Κυριαζόπουλος, ο Μιχαήλ Καρασούλος, ο Μπάρμπα Δήμος και ο Αναγνώστης Κανελλόπουλος. Ανδριόπουλος, Γεώργιος (1791 -; ). Από το χωριό Λάβδα της Ηλείας. Πολέμησε επικεφαλής των συγχωριανών του και υπό τις διαταγές του Δημητρίου Πλαπούτα στην Καρύταινα και στην πολιορκία της Τριπολιτσάς (1821), στην Κόρινθο και στα Δερβενάκια (1822), καθώς και σε άλλες μάχες στην Πελοπόννησο. Ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος (1790-1854) από την Ανδρίτσαινα, ήταν ιδρυτικό μέλος της Φιλικής Εταιρείας, αγωνιστής της επανάστασης του 21 και πολιτικός.
Η επαρχία Φαναρίου, κατά το πρώτο έτος της ελευθερίας το 1821, είχε πληθυσμό 2.126 χριστιανικές οικογένειες με 9.121 κατοίκους και 865 οθωμανικές οικογένειες με 4.060 κατοίκους. Το 1823 η επαρχία είχε 36 οικισμούς με 7.500 κατοίκους Έλληνες και κανένα Τούρκο. To 1832 είχε 3.134 χριστιανικές οικογένειες με 14.744 κατοίκους. Οθωμανικές οικογένειες δεν υπήρχαν πια. Στις πρώτες εκλογές 19/9/1843 τα χωριά έστελναν εκλέκτορες σύμφωνα με τον πληθυσμό τους. Έτσι η Ανδρίτσαινα ως έδρα της επαρχίας και μεγαλύτερη πόλη εξέλεξε 6 εκλέκτορες, ακολουθεί του Ζάχα (Καλλιθέα) και τα Μακρύσια με 3, μετά τα χωριά Ισαρι, Μάτεσι, Λάβδα, Αμπελιώνα, Κρέστενα, Βρίνα, Ρύσοβο, Τσορβατζή (Αρήνη), Ζελέχοβα (Αμυγδαλιές) με 2, και τα περισσότερα με έναν ή και κανέναν. Έτσι φαίνεται ότι το Λάβδα ήταν τότε από τα μεγάλα χωριά της επαρχίας. Οι πληρεξούσιοι Ανδριτζαίνης (Φαναρίου) αναφέρονται στα Αρχεία της Βουλής (1843), ο Τζανέτος Χριστόπουλος και ο Δήμος Κανελλόπουλος, ο πρώτος ήταν πληρεξούσιος Φαναρίου και το 1831 μαζί με τον Π. Α. Αναγνωστόπουλο. Μητρώον 1822-1935.
Την 21/04/1835 σχηματίστηκαν οι 12 πρώτοι Δήμοι της επαρχίας Ολυμπίας του νομού Ηλείας, με τον δήμο Θείσης με έδρα του το Λάβδα και 6 χωριά Ρόβια, Δραγουμένου (Κοτύλιο), Κουφόπουλου, Μάτεσι, Γόρενα (Τσουράκι), Μπούζια (25/7/1879 ο οικισμός καταργείται). Την 09/12/1840 οι οικισμοί αυτοί προσαρτάται στον Δήμο Ανδριτσαίνης και δήμος Θείσης καταργείται. Το 1851 η επαρχία Ολυμπίας περιλαμβάνει την Ανδρίτσαινα με 385 οικογένειες και 1753 κατοίκους, το Φανάρι με 49 οικογένειες και 349 κατοίκους, το Λαύδα με 125 οικογένειες και 621 κατοίκους και άλλα χωριά. Τα προϊόντα που παράγει η επαρχία είναι δημητριακοί καρποί, βαμβάκι, οίνος, καρύδια και καπνός Τα Ελληνικά. Την 31/8/1912 αποσπάται από τον Δήμο και ορίζεται έδρα της κοινότητας Λάβδα. Την 3/6/1915 ο οικισμός μετονομάζεται σε Θεισόα. Την 4/12/1997 η Θεισόα προσαρτάται στον Δήμο Ανδριτσαίνης. Την 7/6/2010 προσαρτάται στον Δήμο Ανδριτσαίνης - Κρεστένων, με έδρα τα Κρέστενα αποτελούμενος από τους δήμους α) Σκιλλούντος β). Ανδριτσαίνης και γ). Αλίφειρας, οι οποίοι καταργήθηκαν.
Το 1715 η Πελοπόννησος γνώρισε την δεύτερη Τουρκική κατοχή. Οι Έλληνες δυσαρεστημένοι από την διοίκηση των Ενετών βοήθησαν τους Τούρκους κατακτητές. Έδρα του Βεζίρη ήταν αρχικά η Τρίπολη και μετά τα Ορλωφικά το Ναύπλιο. Στον Μοριά επεκράτησαν τότε οι Αλβανοί που βασάνιζαν, λεηλατούσαν και θανάτωναν τους Έλληνες αλλά δεινοπάθησαν και οι Τούρκοι και στην Τρίπολη ο Βεζίρης δεν ήταν ασφαλής. Οι κάτοικοι της Βοστίτσας (Αίγιο) κατεσφάγησαν. Η επαρχία Φαναρίου αφανίστηκε το 1774 - 76. Οι Τούρκοι με αρχηγό τον Αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή αναγκάστηκαν να τους επιτεθούν και να τους εξοντώσουν. Μετά από τους Αλβανούς ο Χασάν προσπάθησε να υποτάξει και τους κλέφτες. Πολλοί αφανίστηκαν τότε μεταξύ αυτών και οι Κολοκοτρωναίοι. Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθήσης Ελλάδος. Α. Φραντζης.
Από τους προεστούς του Λάβδα στους προεπαναστατικούς χρόνους γνωστός είναι ο Καλόγερος Λυμπερόπουλος. Από την επαρχία αναφέρονται οι Χρίστος Αναστασίου ή Αναστασόπουλος (Από τους ηγέτες της επαναστάσεως του 1770), ο Νικόλαος και Πολυχρόνης Τζαννέτου, ο Παναγιώτης και Ν. Ζαριφόπουλος και ο επιφανέστερος όλων ο παπα - Αλέξης Οικονόμου (βεκίλης, μοραγιάνης). Καταγόταν από το χωριό Αμπελιώνα και ήταν φτωχός και αγράμματος. Οι πρόκριτοι και Δημογέροντες του Λαύδα το 1830 ήταν οι: Καλόγερος Λιμπερόπλος, Γιωργάκης Μπουϊλός, Γιάννης Κολόπουλος, Γιωργής Κουτρούμπουλος, Αγγελής Καμάς. Οι Τούρκοι για να αποτρέψουν τους Έλληνες να μην επαναστατήσουν, συνέλαβαν πολλούς προεστούς και μαζί με αυτούς, κρατήθηκε όμηρος και ο Οικονόμου στην Τρίπολη. Υπέστη να δεινά της ειρκτής και πέθανε στην φυλακή το 1821. Ο Τζανέτος Χριστόπουλος συνελήφθη αλλά κατάφερε να ξεφύγει χωρίς να τον αντιληφθούν οι Τούρκοι.
Στον αγώνα της ανεξαρτησίας, στην περιοχή διεξήχθη η Μάχη του Αγίου Αθανασίου, τον Μάρτιο του 1821. Στην θέση Άγιος Αθανάσιος, υπήρχε μικρό εξωκκλήσι, και βρίσκεται στην τοποθεσία μεταξύ Καρύταινας και Κοτυλίου (Δραγουμάνου - Στρογγυλού), παρά τη γέφυρα του Αλφειού. Η μάχη, ήταν η πρώτη του 1821 και συνετείχε και ο Θ. Κολοκοτρώνης που είχε στρατοπεδεύσει στην επαρχία της Καρύταινας στο χωριό Δεδέμπεη. Συμετείχαν οι Γορτύνιοι με τους Γ. και Δ. Πλαπούτα και τον Καφετζή από τη Λιοδώρα, καθώς και τριακόσιοι Λάκωνες με τον Ηλία Μαυρομιχάλη και τον Παναγιώτη Δουράκη, τον Κανέλλος Δεληγιάννης και τον Φωτάκος. Συμετείχαν επίσης και 300 Δημητσανίτες με επικεφαλής τον Σπυρο Σπηλιωτόπουλο και η ταξιαρχία της Αρήνης με 200 Τσορβαντζαίους με Διοικητής τον Φώτη Μισιχρόνη. Αρχηγοί των Ολυμπίων ήταν ο Τζαννέτος Χριστόπουλος και ο Νικόλαος Ζαριφόπουλος. Μαζύ τους και οι Πολυχρόνης και Νικολάος Ζανετόπουλος.
Πολλοί κατοίκοι της περιοχής έλαβαν μέρος μεταξύ των οποίων και κάτοικοι του xωριού Λάβδα με αρχηγό τον αγωνιστή, Δημογέροντα του χωριού, Γεραγγελή Λαβδιώτη που πολέμησε επίσης και στη μάχη του Λάλα. Αργότερα ανέλαβε την εφορεία του χωριού. Ο γιος του, Γιάννης Αγγελόπουλος ανέλαβε την αρχηγία των αγωνιστών του Λάβδα. Άλλοι αγωνιστές ήταν ο Αγγελής Κοσμόπουλος (αλλού αναφέρεται σαν κάτοικος της Λάστας) μαζί με τους Αναστάση Τούγια, Νικολάκη Θεοδωρόπουλο και Παναγιώτη Λυμπερόπουλο που όμως αλλού αναφέρεται ότι ήταν από του Λάβδα και αλλού από το Μάτεση.
Οι Τούρκοι ήταν περίπου τρεις χιλιάδες, εκ των οποίων οι χίλιοι τετρακόσιοι οπλοφόροι υπό τον Νουµάναγα, με τρεις χιλιάδες ζωντανά φορτωμένα με τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Η ανθρωποπομπή αυτή είχε για την ασφάλειά της κατά τη μετακίνηση εμπροσθοφυλακή και οπισθοφυλακή. Στη μέση είχαν τα γυναικόπαιδα και τα ζώα με τα υπάρχοντά τους. Ήταν περίπου 90 Τουρκικές οικογένειες από την Ζούρτσα (Νέα Φιγάλεια) που κατέφυγαν στο Φανάρι και ενωθηκαν με τους Φαναριώτες Τούρκους και άλλους Μουρτάτες (Τούρκοι νυφευμένοι με Ελληνίδες που πλήρωναν όλους τους φόρους εκτός από το χαράτσι), Ζαχαίους, Μουρτιζάνους, Σβουρτσάνους, 4000 ψυχές. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν στου Λάβδα στην θέση σουλτίνα και οι Έλληνες στην θέση Ρόβια.
Αυτός ήταν ο πρώτος πόλεμος που εσυνάχθησαν τόποι πολλοί Έλληνες στρατιώτες, οι περισσότεροι χωρίς άρματα και το στρατόπεδό έμοιαζε με χωρικό πανηγύρι. (Απομνημονεύματα Φωτάκου). Η νίκη χαμογέλασε στους Έλληνες με μηδαμινές απώλειες. 17 Έλληνες εφονεύθησαν και πληγώθησαν. Πεντακόσιες ψυχές Τούρκων χαθήκαν στο ποτάμι στον Ρουφιά. Στην θέση αυτή υπήρχε νερόμυλος λεγόμενος Ἀντώνη Μύλος, κατὰ τὸν Ἅγιον Ἀθανάσιον καὶ τὸ Παλῃότσαμον που τόση ήταν η δύναμη των νερών του ποταμού που κινούσε συγχρόνως 4 μυλόπετρες. Συγκεντρώθηκαν στην θέση Κομμένο Τζαμί (Τζαμί χωρίς Μιναρέ) και μη μπορώντας να περάσουν από το γεφύρι προσπάθησαν να περάσουν από έναν καλοκαιρινό πόρο στην θέση Χαλούλ Αγα ή Χαλήλι-αγά που τους θερινούς μήνες το νερό ήταν λίγο και χωρίς ορμή . Όσοι σώθηκαν από την μάχη πέρασαν μέσω Καρύταινας στην Τρίπολη. Πλήθος άλογα και αλλά λάφυρα πήραν οι Έλληνες
Απομνημονεύματα υπο του Ν. Σπηλιάδου(σελ.66). (Διήγησης συμβάντων της Ελληνικής φυλής Θ. Κολοκοτρώνης) Γενική ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως, Λάμπρος Κουτσονίκας.. Οι Μανιάτες στην επανάσταση του 1821, Σταύρος Καπετανάκης. Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως. Χ. Τρικούπης,
Το γράμμα προς τον Κολοκοτρώνη: - Την ευγενεία σας καπετάν Θεοδωράκι αδελφικώς ασπαζόμεθα. - Ευρισκόμενοι εις τα Ρόβια με όλον το στράτευμα ελάβομεν το γράμμα σας, και τους Φαναρίτες τους εξεβγάλαμε και τους έχομεν μέσα εις την Σουλτίνα εις το νερό, εξεφόρτωσαν και μένουν απόψε εκεί. και εμείς τους έχομεν καρτέρι μη στρέψουν οπίσω, ηθέλαμεν να τους βαρέσωμεν, όμως είμεθα ολίγοι, και δια τούτο σαν δίδομεν την είδησιν όπου εις τος άγιον Αθανάσιον ν' αφήσετε έως τριακοσίους στρατιώτας και από πάνω από Δραγουμάνου να μας έλθη ιμιντάτι ότι είμεθα πολλά ολίγοι και απόψε μένομεν αποκρισίν σας και ιμιντάτι. - Εις τους ορισμούς σας αδελφοί Ανδριτσάνοι Ελληνικά υπομνήματα Ιωάννη Κολοκοτρώνη.
Στην μάχη πολέμησε ο Τζανέτος Χριστόπουλος αρχηγός των Ανδριτσάνων με το στράτευμα των Φαναριτών. Το στράτευμα αυτό επολέμησε αργότερα στην μάχη του Λάλα (300 στρατιώτες), συμμετείχε στην πολιορκία της Τριπολιτσας και του Ναύπλιου, στην πολιορκία της Κορίνθου και των Πατρών, στην εκστρατεία κατά του Δράμαλη και του Ιμβραήμ, αλλά και στην πολιορκία των Αθηνών. Στην μάχη του Λάλα συμμετείχαν μαζί με τον Αγγελή Λαβδιώτης ή Γεραγγελή, οι: Αγγελόπουλος Γιάννης του Αγγελή, Αγγελόπουλος Γιάννης, και Ανδριόπουλος Γεώργιος. Τον Τζανέτο ακολουθούσαν και οι Ζαρίφης και Γεώργιος Χριστόπουλοι.
Σε δύο έγγραφα των τότε καπεταναίων της επαρχίας Φαναρίου με υποσχέσεις προς τον Τ. Χριστόπουλο, υπογράφουν οι: Αντών. Αναστασόπουλος, Αποστόλης και Δημήτρης, Γιάννης - Αδάμης Δημητρόπουλος ή Δημητρακόπουλος, Παναγιώτης, Γιάννης - Λάμπρος Λινιστιάνος, Δημάκος ή Δημάκης, Νικόλαος Μπουζινάκος ή Μποζινάκης, Θάνος, Γιάννης Θανασούλας ή Θανόπουλος, Γιάννης Γκούτης, Δημητράκης Καράμπελας, Γεραγγελής Λαβδιώτης, Μηχάλης Δραγουμανιώτης, Δημήτριος Πρωτοπαπάς (από τα Μακρύσια), Παναγιώτης Λυμπερόπουλος, Γιάννης Μπιτζιμπαρδιώτης, Γιωργάκης Πλατανιώτης, Μήτρος Τσαβέλας, Γιάννης Αμπελιωνίτης, Γιάννης Δρακόπουλος, Γιώργος Βεργής, Χρίστος Δελγιώτης, Αναστάσης Τσιάμπρος, Γεώργιος Σκλάβος.
Γτα αρχεία της Έλληνικής παλιγγενεσίας αναφέρονται 15 περίπου στρατιώτες Λαυδέοι οι οποίοι πληρώθηκαν από τον παραστάτη της επαρχίας Φαναρίου Ν. Τζανέτου 205 γρόσια για τις υπηρεσίες τους. (τ.15γ. σελ160). Μετά τον δεύτερο πόλεμο που έγινε στον κάμπου του Πουσίου με τους Λαλαίους συνέβη διχόνοια στο στρατόπεδο μεταξύ των στρατιωτών και των ιδιοκτητών της επαρχίας Φαναρίου που λίγο έλειψε να φέρει την διαλυση του στρατοπέδου. Ο Δημήτριος Δεληγιαννόπουλος έκανε ένα γράμμα και τους καθησύχασε με την υπόσχεση ότι θα ζητήσουν μόνο την "δεκατιάν και παρασπονδία", ότι θα υπακούουν στις διαταγές του αρχιστράτηγου Τζ. Χριστόπουλο, κανείς δεν θα μπορεί να τους διώξει και ότι πράγμα Τούρκικο βρίσκεται να το μοιράζονται όλοι οι στρατιώτες. Υπογράφουν μεταξύ των άλλων κατ. Π. Λυμπερόπουλος, Αγγελής Απομνημονεύματα Φωτάκου.
Η επαρχεία Φαναρίου είχε στα σπλάχνα της πολλούς Τούρκους που σχεδίαζαν να φονεύσουν τους Έλληνες προεστούς της Ανδρίτσαινας, αλλά εμποδίστηκαν στο έργο τους μετά από είσηγηση του ισχυρού Ιτζαγά ((iç = εσωτερικός) Τούρκος αξιωματικός) (Οι Κοτσαμπάσηδες της Πελοποννήσου. Αθανάσιος Φωτόπουλος). Τελικά αποφάσισαν να φύγουν. Οι Φαναρίτες τους φέρθηκαν με αρκετή πονηριά. Απο την μία τους φόβιζαν για να φύγουν και από την άλλη τους ενθάρρυναν να πάνε στο καλό και τους εφοδίασαν με 250 ζώα φορτηγά για το βιός τους και την άλλη μέρα τους τα έκλεψαν. Οι δε Λαβδαίοι Έλληνες το εσπέρας υπηρέτουν του Τούρκους ως ραγιάδες και την άλλη μέρα ωπλίσθησαν και τους επολέμουν, κρυπτόμενοι πίσω από τις πέτρες από τον φόβο τους μην τους γνωρίσουν οι Αγάδες των (Βίοι πελοποννησίων ανδρών Φώτης Χρυσανθόπουλος σελ.235).
Η λαϊκή μούσα τραγούδησε την πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων της επαρχίας Φαναρίου.
Ο Κολοκοτρώνης ξαναπέρασε από την περιοχή, μεταβαίνοντας προς την Τρίπολη και πέρασε από την τοποθεσία Σουλτίνα, όπου υπήρχε ένας αιωνόβιος πλάτανος. Το 1822 ο Κολοκοτρώνης διετάχθη να εκστρατεύσει εις την Δυτική Ελλάδα ως αρχιστράτηγος με την διαταγή να συνάξει τους ακόλουθους στρατιώτες. - Από Καρύταινα 1000, από Φανάρι 250, από Καλάβρυτα 800, από Τριπολιτσάν 800, από Αρκαδίαν 800, από Πύργον 200 και από Γαστούνη 1000. Στην πολιορκία των Πατρών συμμετείχαν 350 στρατιώτες από την επαρχία Φαναρίου και 750 από Καρύταινα, Στις μάχες με το Ιμπραήμ το 1825 ο Δ. Πλαπούτας είχε 800 Καρυτινούς και 450 Φαναρίτες στρατοπεδευμένους στο Σύργγι. Περί την Αλωνίσταινα ο Κολοκοτρώνης επεχείρησε μάχη εκ του συστάδην αλλά οι Έλληνες δεν άντεξαν, απεσύρθησαν και περιορίσθηκαν έκτοτε σε κλεφτοπόλεμο. Ο Ιμπραήμ πέρασε δύο φορές από την περιοχή λεηλατώντας και φονεύοντας όσους δεν κατάφεραν να φύγουν στα γύρω βουνά. Κατά την επιδρομή αυτή κάηκε και η Ανδρίτσαινα στις 17 Μαΐου 1826.
Στις μάχες της Αττικής το στράτευμα από το Φανάρι δεν ακολούθησαν όλοι. Άλλοι δεν είχαν την ευχαρίστηση να ακολουθήσουν τον Τζανέτο και άλλοι από τον φόβο του πολέμου. Από τους 350 ο Ι. (Γενναίος) Κολοκοτρώνης διάλεξε 240 και τους υπόλοιπους τους έστειλε πίσω ως ανάξιους. Άλλη πηγή αναφέρει 200 στρατιώτες από το Φανάρι. Συνολικά 4.005 στρατιώτες από την Πελοπόννησο συμμετέχουν στην πολιορκία των Αθηνών υπό τις οδηγίες των δύο Νοταρέων Ιωάννη και Παναγιωτάκη (Επιτομή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελάδος. Α. Φραντζης.). Ο Τζανέτος Χριστόπουλος για τις υπηρεσίες του αυτές, προβιβάστηκε και τελικά έγινε στρατηγός.
Αμέσως μετά της επανάσταση και πριν ακόμα φύγουν οι Τούρκοι ξέσπασε ο Ελληνικός εμφύλιος. Οι στρατιώτες του Φαναρίου διαμαρτύρονται προς τον στρατηγό Χ. Χριστόπουλον διότι δεν πήραν διπλώματα ανάλογα με τις υπηρεσίες τους (Αρ.Ελ.Παλ. τομ.18 σελ.47). Οι υπογραφές κάτω από το κείμενο είναι από αντιπρόσωπους των χωριών Ανδρίτσαινα, Δραγώι, Αμπελιώνα, Δέλγα, Κακαλέτρι, Αγιο Σώστη, Μαρίνα, Στασίμι, Δραγουμάνου, Λάβδα (υπογραφή Αγγελής Κοσμόπουλος), Κάρμι, Νιζάχα Κόλι, Σέκουλα, Νιβιτζοχωρίων Κόλι, Πλάτανος Κόλι, Τογιωχώρια Κόλι, Σμέρνα, Μπαράκον, Κουμουθέκρα, Γκρέκα, Λογκός, Τζορβατζί Κόλι, Κρέσταινα, Βρύνα και Μακρύσια.
Κατά την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, το Λάβδα λεηλατήθηκε μαζί με τα χωριά Δραγουμάνου, Μάτεσι, Ρόβια, Αμπάρια, Σίμου, Δραΐνα, Σέκουλα, Μπελούσι και κ.α. Κατά την επιδρομή αυτή κάηκε και η Ανδρίτσαινα στις 17 Μαΐου 1826
Την 25ην του μηνός Απριλίου 1828 ο αντιστράτηγος Γιαλίπ Μπέης (συμετείχε και στην μάχη του Ίσαρη το 1825), με τον στρατό του, διευθύνετε πρός την επαρχία Φαναριού. Οι Αρκάδιοι με 700 Φαναρίτας υπό τους οπλαρχηγούς Χριστόπουλον και Ζαριφόπουλον, κτύπησαν τους διαβαίνοντας εχθρούς με συνεχή τουφεκισμό. Φόνευσαν 150, ενώ φονεύθηκαν 9 Αρκάδες και 11 Φαναρίται. Η μικρή εκείνη μάχη, διάρκεσε 1 ½ ώρα. Στάθη Παρασκευόπουλου «Οδοιπορώντας στην επαρχία Ολυμπίας»
Επί βασιλείας του Όθωνα αποφασίστηκε να απονεμηθούν τα αριστεία στους αγωνιστές του 1821. Το Αριστείο ήταν ένας μεταλλικός σταυρός, (Παράσημο) -- ασήμι για αξιωματικούς, χαλκό για υπαξιωματικούς και σιδερένιος για στρατιώτες -- που συνοδευόταν με ένα χαρτί, το δίπλωμα του αγώνα.
Στις 27 Αυγούστου 1886 ισχυρός σεισμός με μέγεθος 7,5 R και επίκεντρο τα Φιλιατρά, έπληξε την Ηλεία και την Μεσσηνία. 326 άνθρωποι σκοτώθηκαν. Το χωριό και άλλα 123 χωριά κυριολεκτικά ισοπεδωθηκαν. Τα σπίτια κατέρρευσαν ή υπέστησαν σοβαρές βλάβες. Το χωριό μεταφέρθηκε πιό πάνω και χτίστηκαν καινούργια σπίτια. Ένας ακόμα καταστροφικός σεισμός έπληξε την περιοχή της Μεγαλοπόλεως το 1965 με επίκεντρο το χωριό Απιδίτσα(Δεληχασάνι), μεγέθους 6,1 R και 17 νεκρούς. Το χωρίο υπέστη σοβαρές ζημιές. Το πατρικό μας σπίτι κατεδαφίστηκε. Η εκκλησία του χωριού έχασε την στέγη της. Παρέμεινε όρθιο το καμπαναριό.
-------------------------------------------------
Μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς ξέσπασε ο Ελληνικός εμφύλιος. Το ΕΑΜ στην Ηλεία. ¨Ενας αιματηρός πόλεμος με πολλούς νεκρούς τραυματίες και αγνοούμενους. Ο αριθμός των θυμάτων του εμφυλίου πολέμου του κυβερνητικού στρατού, έφτασαν στις 15.969 νεκρούς. Οι απώλειες των ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας ήταν 38.839 νεκροί, Ο πόλεμος άρχισε τον Μάρτιο του 1946 και έληξε τον Αύγουστο του 1949 με την συντριβή των ανταρτικών δυνάμεων στον Γράμμο.
Βρισκόμαστε στην εποχή του εμφυλίου σπαραγμού, 23 Ιουλίου 1948, 2.30 την νύχτα ξημερώματα ημέρας Παρασκευής. Ο 3ος Λόχος του 617 τάγματος πεζικού της 72ης Ταξιαρχίας έχει καταλάβει το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου της άνω Βλασίας. Ανταρτικά τμήματα από όλη την Πελοπόννησο περικυκλώνουν το μοναστήρι. Το τάγμα είχε τρείς λόχους με δύναμη 400 ανδρών. Τα ανταρτικά σώματα του Δημοκρατικού Στρατού είχαν δύναμη 1500 ανδρών περίπου. Κατά την άποψη των ανταρτών (Νεκρή Μεραρχία τ.Β Μ.7) η δύναμη του στρατού ήταν 700 άνδρες και η δύναμη των ανταρτών 450 άνδρες. Η νύκτα της Πέμπτης είναι φοβερή, μια αδελφοκτόνος σφαγή, Έλληνες σκότωναν Έλληνες. Η μάχη κράτησε περισσότερο από οχτώ ώρες και τελικά έληξε με νίκη του Εθνικού στρατού και οι αντάρτες υποχώρησαν. O αριθμός των φονευθέντων στρατιωτών είναι 11, οι οποίοι και έχουν ταφεί σε ένα μικρό κοιμητήριο στην βορειοανατολική πλευρά της Μονής όπου υπάρχει μνημείο. Από τα αντάρτικα τμήματα οι φονευθέντες δεν μετρήθηκαν άλλοι λένε 37 άλλοι 68. Αυτοί έχουν ταφεί σε ομαδικούς τάφους σκεπασμένοι όχι με χώμα αλλά με «κλαριά» από έλατα. Τάφοι μεμονωμένοι και πτώματα μισοθαμένα. Ανάμεσά τους ο Παναγιώτης Στρέκλας, αδελφός του Πατέρα μου που βρέθηκε εκεί από βίαιη και αναγκαστική επιστράτευση. Στην περιοχή έγιναν δύο επιστρατεύσεις από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας Κατά την δεύτερη επιστράτευση, μία διμοιρία με τον επίτροπο του λόχου επιστράτευσαν από του Λάβδα τον Παναγιώτη και λίγους ακόμα και από το Μάτεσι πήραν δέκα και τους έστειλαν στην Ηραία όπου έκαναν στρατόπεδο εκπαίδευσης. (Μνήμες κατοχής και του εμφυλίου. Ηλίας Βασιλόπουλος).
Όλο το βουνό της Βλασίας είναι βαμμένο με ελληνικό αίμα, είναι τόπος ιερός και ένας πραγματικός τόπος προσκυνήματος.
--------------------------------------------------
Το καλοκαίρι του 2007 το χωριό κινδύνεψε από μια σειρά από δασικές πυρκαγιές. Οι πυρκατιές είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 84 άνθρωποι στην Πελοποννησο. Δημιουργήθηκε τότε και το «Ειδικό Ταμείο Αντιμετώπισης Έκτακτων Αναγκών». Σε αυτό συγκεντρώθηκαν εισφορές από συνολικά 93.000 δωρητές, που έδωσαν χρήματα με αποκλειστικό σκοπό την ενίσχυση των πυροπλήκτων συμπολιτών μας.
To Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών έχει κάνει αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή του κάστρου. Αρχηγός της αποστολής ήταν ο καθηγητής G. te Riele (Καθηγητής Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας, Άμστερνταμ 1922-2014), επικουρούμενος από τους J. Feye, D. van de Vrie, Y. Goester και δέκα Φοιτητές. Τα αποτελέσματα της έρευνας εφανίζονται στο περιοδικό .Pharos 1 (1993).
Tο xωριό ανέδειξε σημαντικούς ανθρώπους:
![]() |